May 15, 2007

S K 11



Αφού παραιτήθηκα, αρχίζω να πηγαίνω καθημερινά στο ναυπηγείο και να παρακολουθώ την κατασκευή του φουσκωτού. Ο Νότης από το ναυπηγείο με είχε διαβεβαιώσει ότι θα ήταν έτοιμο στις 25 Ιουνίου. Πέρασε ο Ιούνιος, πέρασε και ο Ιούλιος κι εγώ καθημερινά στο Πόρτο Ράφτη να τους πιέζω να κάνουν πιο γρήγορα. Τελικά, το φουσκωτό τελείωσε στις αρχές Αυγούστου! Μου το φέρνουν το ρίχνουμε στη Λούτσα χωρίς βενζίνη! Ο Νότης ξέχασε να βάλει στη διαδρομή. Εκείνη την εποχή (1990) κανένα βενζινάδικο δεν σου έφερνε βενζίνη στο λιμάνι.
Ξεκινάμε την επόμενη μέρα το πρωί με τη Ρ. και τη Ρίτα για τη Σύρο. Η Ρ. ήταν η φίλη μου. Γνωριστήκαμε στο Πάντειο αλλά η σχέση μας προέκυψε χρόνια μετά. Η Ρίτα ήταν η σκύλα μου που την είχα βρει κουταβάκι στη Λ. Αμφιθέας. Μην έχοντας ακόμη εμπειρία στο να βγάζω πορεία από χάρτη, απογοητεύομαι και, κάτω από τον χλευασμό της Ρ., ακολουθώ οπτική πορεία και πηγαίνουμε στη Τήνο, στα Ιστέρνια. Τρώγοντας το βράδυ σε μια ταβέρνα στο λιμάνι, ρωτάω τον σερβιτόρο στο άσχετο (να μην γίνουμε και ρεζίλι ντε) «Τι είναι τα φώτα που φαίνονται απέναντι;» «Η Ερμούπολη» μου λέει. Σημαδεύω στο μυαλό μου το σημείο. Τη νύχτα όλο το χωριό, μαζί και ο παπάς, έχουν κατέβει στην προβλήτα με απόχες. Μπαίνουν στις δεμένες βάρκες και χρησιμοποιώντας τις απόχες σαρώνουν το βυθό προσπαθώντας να πιάσουν κάτι που ποτέ δεν καταλάβαμε τι ήταν. Πιο δραστήριος και κινητικός με σηκωμένα τα μανίκια του ράσου, ήταν ο παπάς. Είμαι σίγουρος ότι αν δεν καθόμουν στη πλώρη, θα πήδαγαν μέσα στο φουσκωτό. Όλη νύχτα παρακολουθούσαμε αυτό το περίεργο θέμα, συγκρατώντας τη Ρίτα μην αρπάξει κανέναν. Νωρίς το πρωί ξεκινήσαμε για την Ερμούπολη. Παιχνίδι. Δένουμε και βγαίνουμε για να πιούμε καφέ.
Την ώρα που περπατούσαμε στην προβλήτα, σταματάει δίπλα μας ένα 2CV και ακούμε «Τι γυρεύετε εσείς εδώ;» Ήταν η Βάλια. Βρισκόταν στο νησί με το Μάκη και τον Κώστα και έμεναν στο σπίτι του Κώστα στη Βάρη. Καθόμαστε για καφέ με τη Ρ. και μετά από λίγο επιστρέφει η Βάλια με το Μάκη και τον Κώστα. Αφού καθίσαμε αρκετή ώρα συζητώντας, αποφασίζουμε να πάμε στη Βάρη. Η Βάλια και ο Μάκης με το αυτοκίνητο και ο Κώστας μαζί μας με το φουσκωτό. Καθόμαστε η Ρ. κι εγώ στη σέλα και Ο Κώστας στο μπαλόνι πίσω. Με το που βγήκαμε από το λιμάνι και πήραμε νότια πορεία είχε λίγο κύμα. Με τα χτυπήματα, ένα μπουκάλι σαμπουάν αρχίζει να γλιστρά προς τα πίσω. Κάποια στιγμή το πατάει με το πόδι του ο Κώστας και σπάει. Το φουσκωτό γεμίζει με αφρούς. Με αποτέλεσμα να είναι αδύνατο να συγκρατηθεί ο Κώστας πάνω στο μπαλόνι.

Το βράδυ καθόμαστε στη βεράντα που «βλέπει» το μικρό λιμάνι. Ο Κώστας μας λέει την «ιστορία» ενός πύργου που υπάρχει στο ύψωμα δεξιά, μπαίνοντας στο λιμάνι από τη θάλασσα. Μας διηγείται ότι η Βάρη ήταν κέντρο λαθρεμπορίου, προφανώς λόγω της θέσης της και του φυσικού κόλπου που την προφυλάσσει από τη θάλασσα.

2 comments:

  1. Θέλουμε και άλλη τσόντα.
    Αφήστε τα μίση και πιάστε το γ....σι!

    ReplyDelete
  2. Παρατηρητή,

    Εδώ δεν ισχύει το "αυτό που θέλετε, αυτό θα βρείτε".

    ReplyDelete

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...