Με το φουσκωτό αυτό έχω γυρίσει όλο το Αιγαίο. Ένα καλοκαίρι ήμουν στα Κουφονήσια με τον Σταύρο, δυο μπακούρηδες. Στα Κουφονήσια πήγα από τη Φολέγανδρο, όπου είχα καταφέρει να σκίσω το πόδι μου σ’ ένα βράχο. Σιγά – σιγά μολύνθηκε και στα Κουφονήσια κούτσαινα. Ένα βράδι καθόμασταν σ’ ένα ουζερί στη χώρα. Ρώτησα την κοπέλα που μας σέρβιρε, αν υπήρχε πουθενά ανοιχτό φαρμακείο. «Τι πρόβλημα έχεις;» «Έχει σκιστεί πριν μέρες και πλέον έχει μολυνθεί το πόδι μου» απάντησα. «Περίμενε λίγο» μου είπε. Ήρθε μετά από ένα πεντάλεπτο και μου ζήτησε να την ακολουθήσω. Πήγαμε σπίτι της, όπου είχε τα πάντα. Είχε περάσει σεμινάριο «Πρώτων Βοηθειών.» Περιποιήθηκε το πόδι μου με καταπληκτικό τρόπο. Όταν γυρίσαμε στο ουζερί της προτείναμε με τον Σταύρο να έρθει μαζί μας για μπάνιο μια μέρα. Μας είπε ότι έπρεπε να έρθει με τον ξάδελφό της! Η κοπέλα ήταν 25-26 χρονών!
Λίγες μέρες μετά μου τηλεφωνεί ο Κωστής και μου λέει ότι θα 'ρθει να μας βρει. Ήρθε την επόμενη μέρα, του γνώρισα τον Σταύρο και ξεκινήσαμε για την Αμοργό, τρία φουσκωτά τρεις μπακούρηδες πλέον. Όταν φτάσαμε στα Κατάπολα, είδαμε ότι στο λιμάνι υπήρχε χώρος για να πλαγιοδετήσει ένα μόνο φουσκωτό. Αποφασίσαμε να πέσει πρώτα ο Σταύρος με το μεγαλύτερο φουσκωτό, μετά εγώ πάνω στον Σταύρο και τελευταίος ο Κωστής πάνω μου. Το κάναμε πολύ γρήγορα. Την ώρα που δέναμε, μας παρακολουθούσε ένα παιδί. Όταν βγήκαμε μας λέει:
«Σαν κομάντος δέσατε.»
«Είμαστε το ΣΔΟΕ» του λέω.
Το παιδί κάνει μεταβολή και φεύγει τρέχοντας. Μπήκε σ’ ένα καφενείο που βρισκόταν απέναντι. Μετά από πέντε λεπτά πηγαίνουμε κι εμείς σ’ αυτό το καφενείο. Η ιδιοκτήτρια είναι ήδη έξω από το κατάστημα και μας υποδέχεται με υποκλίσεις:
«Καλημέρα σας, καλωσορίσατε, τί κάνετε, τί θα θέλατε να σας φέρω;» Η είδηση της άφιξης του ΣΔΟΕ είχε ήδη κυκλοφορήσει στο νησί. Μέχρι να μας φέρει τους καφέδες, ο Κωστής μου λέει ότι αυτό που είπα στο παιδί ήταν μαλακία. Οι καφέδες συνοδεύονται από γλυκό του κουταλιού (που δεν είχαμε παραγγείλει). Ο Κωστής της λέει ότι δεν είμαστε του ΣΔΟΕ και ότι ήταν απλά ένα κρύο αστείο που έκανα εγώ στο παιδί - που ήταν γυιός της όπως αποδείχτηκε. Μου φάνηκε ότι ξίνισε τα μούτρα της κι έφυγε. Ο Κωστής από την πρώτη στιγμή που ήρθε μας έδινε «συμβουλές» σχετικές με την πλοήγηση. Κάποιες φορές χρήσιμες, αλλά (τις περισσότερες) τελείως ανώφελες, με δεδομένο ότι τόσο ο Σταύρος, όσο κι εγώ είχαμε αρκετή εμπειρία. «Τι εμπειρία έχει ο Κωστής με το φουσκωτό;» με ρώτησε ο Σταύρος. «Έχει πάει αρκετές φορές στην Κύθνο και μια φορά στην Ικαρία» απάντησα. «Μα εσύ κάθε καλοκαίρι τόσα χρόνια αλωνίζεις το Αιγαίο κι εγώ κάνω το ίδιο λιγότερα χρόνια. Γιατί το “παίζει” τόσο έμπειρος;» «Δεν ξέρω. Αλλά σε συμβουλεύω να μην τον ρωτήσεις για να μάθεις.»
Λίγο αργότερα συναντήσαμε τυχαία μια φίλη του Σταύρου, την Κική, με μια φίλη της, την Άννα. Έμεναν στην Αιγιάλη. Προσφερθήκαμε να τις πάμε εμείς στην Αιγιάλη και δέχτηκαν. Η Κική με τον Σταύρο κι η Άννα με μένα. Στη μέση της διαδρομής αλλάξαμε. Όταν φτάσαμε στην Αιγιάλη, η Κική ρώτησε τον Σταύρο:
- Γιατί Σταύρο το φουσκωτό του Κώστα πηγαίνει καλύτερα από το δικό σου;
- Αυτό έπρεπε να το ρωτήσεις όσο ήμασταν στη μέση της θάλασσας και το τότε θα σου έλεγα γιατί.
Πηγαίνουμε σπίτι των κοριτσιών κάνουμε όλοι μπάνιο με γλυκό νερό, εκτός του Σταύρου, που πίστευε ότι όντας όλη τη μέρα μέσα στη θάλασσα παρέμενε καθαρός. Το επόμενο πρωί πήγαμε για ψαροντούφεκο. Βρήκαμε ένα πολύ ωραίο σημείο κάτω από βράχια, βόρεια της Αιγιάλης (2η φωτό). Η θάλασσα ήταν καλή. Έπεσαν για ψάρεμα ο Σταύρος, που ήταν δεινός ψαροντουφεκάς, κι ο Κωστής. Στις βάρκες μείναμε η Κική κι εγώ - η Άννα δεν είχε έρθει μαζί μας. Με καφέ και συζήτηση περάσαμε όμορφα με την Κική. Οι ψαράδες γύρισαν μετά από ώρες. Ο Σταύρος είχε πιάσει καλή ψαριά. Ο Κωστής μας είπε κάτι ιστορίες για κάποιους ροφούς, που την ώρα που είχε σκοπεύσει μισό μέτρο πίσω τους, αυτοί την τελευταία στιγμή έκαναν μια συγκεκριμένη κίνηση με αποτέλεσμα να αστοχεί. Στο φουσκωτό είχα μια μικρή λεκάνη για να πλένω τα ρούχα μου. Η Κική ήθελε να την χρησιμοποιήσει για να καθαρίσει τα ψάρια. Όταν της είπα «αποκλείεται» έγινε ολόκληρο θέμα από τους τρεις τους. Τα ψάρια καθαρίστηκαν μια χαρά στη λεκάνη που σχηματιζόταν μπροστά από την εξωλέμβια στο φουσκωτό του Σταύρου.
Αργότερα πήγαμε στην Αγία Άννα. Ο καιρός είχε αλλάξει κι ο Σταύρος δεν μπορούσε να αγκυροβολήσει, παρά το γεγονός ότι πέταξε στη θάλασσα την Κική με την άγκυρα αγκαλιά! Ο Κωστής προθυμοποιήθηκε να πάει βορειότερα για να δει μήπως υπήρχε κάποιο καλύτερο σημείο να αγκυροβολήσουμε για τη νύχτα. Γύρισε μετά από ένα τέταρτο λέγοντας ότι δεν βρήκε τίποτα. Εκείνη τη στιγμή είχε σταματήσει το μυαλό μου και δεν σκέφθηκα ότι μετά τον κάβο Ξόδοτο, υπάρχει ένας τεράστιος κόλπος προστατευμένος από βοριά – το τέλειο αγκυροβόλιο. Αποφασίζουμε να γυρίσουμε προς την Αιγιάλη. Η θάλασσα έχει φουσκώσει πολύ. Το πρόβλημα ήταν ότι εκτός από τα κύματα που έρχονταν από τη πλευρά της θάλασσας, τα ψηλά βράχια της ακτογραμμής της Αμοργού κατέβαζαν μπουγάζι και ανακάτευαν τη θάλασσα περισσότερο. Τρώγαμε φοβερό ριπίδι. Έχει πέσει σκοτάδι και λόγω των συνθηκών δεν βλέπουμε ούτε τη μύτη μας. Εκείνη τη στιγμή έμεινε ο Σταύρος από χειριστήριο κι ακινητοποιήθηκε. Τον πλησιάζει ο Κωστής και τη στιγμή που πηδούσε από το ένα φουσκωτό στο άλλο, κάτι έγινε και προσγειώθηκε με το χέρι του στη κονσόλα του Σταύρου. Η επισκευή κράτησε μια ώρα. Μια ώρα μέσα στο χάος. Εγώ είχα ξαπλώσει στο πάτωμα του φουσκωτού και παρ’ όλα αυτά «έτρωγα» φοβερές ποσότητες νερού. Όταν οι προσπάθειες του Κωστή στέφθηκαν με επιτυχία, αποφασίσαμε να βρούμε το σημείο που είχαμε σταματήσει το πρωί. Αποδείχτηκε πολύ δύσκολο γιατί ήταν επικίνδυνο να πλησιάσουμε στα βράχια. Περνούσε η ώρα χωρίς αποτέλεσμα, τα παίρνω στο κεφάλι και αποφασίζω, παρά τις φωνές των άλλων, να πλησιάσω στα βράχια. Πίσω μου σε κάποια απόσταση ήρθε ο Σταύρος και άναψε ένα μεγάλο προβολέα που είχε. Και μετά από λίγο βρήκα το σημείο που είχαμε σταματήσει το πρωί. Παράδεισος! Μας κάλυπταν θεόρατα βράχια πίσω, δεξιά και πάνω! Το μόνο φαγώσιμο που υπήρχε ήταν τα μπισκότα που είχα για πρωινό και για τα οποία είχα δεχτεί φοβερή καζούρα από τον Σταύρο και τον Κωστή. Πριν κοιμηθούμε τους είπα ότι θα τους ξυπνούσα στις 4.30 για να φύγουμε στις 5. Γιατί αργότερα τα πράγματα θα δυσκόλευαν πολύ. Ξυπνάω στις 4.30 αλλά παρά τις φωνές οι άλλοι δεν πήραν χαμπάρι. Στις 5 πέρασε ένα ψαροκάικο πηγαίνοντας προς την Αιγιάλη. Ξύπνησαν στις 7, ήπιαμε καφέ και κατά τις 8 ξεκινήσαμε. Μόλις περάσαμε τον κάβο και αρχίσαμε να κατεβαίνουμε προς την Αιγιάλη, ζήσαμε τον ορισμό του Χάους.
No comments:
Post a Comment