May 1, 2007

S K 3




Στη Ραφήνα, στην πραγματικότητα τρία χιλιόμετρα έξω από την πόλη στο δρόμο προς τη Λούτσα, πέρασα τα καλύτερα καλοκαίρια. Σαν παιδί και σαν teenager. Εκεί έμαθα κολύμπι και ποδήλατο. Εκεί τάφτιαξα με κορίτσι για πρώτη φορά στα δεκαπέντε. Εκεί έκανα έρωτα για πρώτη φορά. Εκεί έγιναν τα πάντα. Για κάποιο διάστημα πίστευα ότι η αλλαγή του ονόματος από Λούτσα σε Αρτέμιδα οφειλόταν σε μας, γιατί συνηθίζαμε όταν ήμασταν παιδιά να σβήνουμε με πέτρα το Λ από τις πινακίδες και στη θέση του να χαράζουμε ένα Π. Μετά τη Ραφήνα όλες οι πινακίδες τότε σε οδηγούσαν στην Πούτσα, γνωστό θέρετρο της Ανατολικής Αττικής.

Η πρώτη μου κοπέλα στα 15 και στη Ραφήνα ήταν η Ζωή. Εμφανίστηκε ξαφνικά. Ήταν ξαδέλφη ενός πολύ καλού φίλου μου. 15 χρονών και η Ζωή, κόρη ηθοποιών, με καστανόξανθα μαλλιά και πράσινα μάτια. Τρελάθηκαν όλοι. Εγώ δεν τολμούσα ούτε να το σκεφτώ. Φαινόταν πάνω από τα κυβικά μου. Άσε που υπήρχαν άλλα παιδιά, μεγαλύτερα και πιο μάγκες. Με τη σειρά άρχισαν να προσπαθούν ο ένας μετά τον άλλο μήπως και την καταφέρουν. Η Ζωή αγρίεψε. Προφανώς δεν της είχε ξανατύχει τέτοια αγριάδα προηγουμένως. Η χυλόπιτες έπεφταν βροχή. Είχαμε στη περιοχή και έναν πρωτόγονο κινηματογράφο. Πρωτόγονο όχι τόσο για τα μηχανήματα που είχε, αλλά για τα καθίσματα που δεν είχε. Αν δεν έφερνες κάθισμα από το σπίτι σου, ήσουν υποχρεωμένος να καθίσεις σε πάγκους που δεν είχαν πλάτη. Όλη η νεολαία καθόμασταν στους πάγκους. Πολύ συχνά οι κοπέλες πιάνονταν και ξάπλωναν πάνω στα πόδια αυτού ή αυτής που καθόταν πίσω τους. Ένα βράδυ είμαστε στο κινηματογράφο με τη Ζωή και τον ξάδελφό της.

Η Ζωή κάθεται μπροστά μας και έχει δίπλα της τον Γιώργο Α. ένα μαγκάκι 17 χρονών τότε – βίος και πολιτεία. Κάποια στιγμή ο Γιώργος Α. έκανε μια χειρονομία στη Ζωή μ’ αποτέλεσμα αυτή να τιναχτεί όρθια από τη θέση της. Γυρίζει προς τα πίσω και με βλέπει. «Μπορώ να ξαπλώσω στα πόδια σου;» ρωτάει. «Ναι» απάντησα αλλά δεν το άκουσα ούτε εγώ. Και ξάπλωσε! Στην αρχή δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Μετά δεν μπορούσα να πιστέψω την τύχη μου. Σιγά – σιγά συνήλθα και άρχισα να της χαϊδεύω το λαιμό, κρατώντας την αναπνοή μου γιατί πίστευα ότι θα τιναζόταν πάλι όρθια. Δεν αντέδρασε. Μετά από λίγο το χέρι μου είχε φτάσει στο πάνω κουμπί της μπλούζας. Διάλειμμα – φώτα - σταματάω – σηκώνεται. Γυρίζει με κοιτάει και χαμογελάει. Μιλάμε οι τρεις μας, τελειώνει το διάλειμμα, σβήνουν τα φώτα και η Ζωή ξαπλώνει πάλι, χωρίς να ρωτήσει αυτή τη φορά. Μόλις ακούμπησα τα χέρια μου στους ώμους της, ανασήκωσε το κεφάλι της, με κοίταξε χωρίς να μιλήσει και άπλωσε το χέρι της και έπιασε το δικό μου. Πολύ γρήγορα αυτή τη φορά είχα ξεκουμπώσει τρία κουμπιά και είχα βάλει το ελεύθερο χέρι μου μέσα στο σουτιέν της. Μου έσφιξε το χέρι. Εγώ σχεδόν λιποθύμησα. Θυμάμαι μετά από λίγες μέρες με ρώτησε ο αδελφός μου, που ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερος «Ρε συ, τάφτιαξες με τη Ζωή;» Εγώ δήθεν αδιάφορα «Ναι, γιατί;» «Τίποτα. Μπράβο ρε μάγκα!» Μείναμε μαζί όλο το καλοκαίρι. Μετά η Ζωή έφυγε, γύρισε στο σπίτι της στην Αθήνα και (όπως έμαθα) στον γκόμενό της, το Μ. Ωραία! Μαύρα κι άραχνα.

2 comments:

  1. Η Ζωή ήταν...αλλού (τελικά)

    Καλώς σε βρήκα.

    ReplyDelete
  2. Indictos: Καλωσήρθες! Όντως ήταν αλλού. Το πρόβλημα είναι ότι νομίζω πως ακόμη και τώρα είναι αλλού.

    ReplyDelete

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...