Το επόμενο καλοκαίρι πείθεται η Τ. και ξεκινάμε με το φουσκωτό από Ραφήνα για Κυκλάδες.
Στο στενό μεταξύ Σουνίου και Μακρονήσου βρίσκουμε ένα πεντάρι. Η Τ. μου ζητάει να σταματήσουμε. Το κάναμε σε μια παραλία στη νότια πλευρά της Μακρονήσου. Βγήκαμε έξω, φάγαμε ελαφρά, ήπιαμε και καφέ. Μία ώρα μετά η παραλία γύρω μας έχει γεμίσει από καμιά δεκαριά αγελάδες, που προηγουμένως ήταν στη πλαγιά πάνω από την παραλία και αποφάσισαν νάρθουν να μας πουν καλησπέρα. Σιγά – σιγά ο κύκλος που σχηματίζουν γύρω μας κλείνει, καθώς μας πλησιάζουν. Προτείνω να μη συνεχίσουμε για Τζια, αλλά, αν μείνουμε, να μείνουμε στη βάρκα. Η Τ. μου λέει να στήσουμε τη σκηνή στη παραλία. Εγώ απαντώ με το στερεότυπο περί της νοημοσύνης των αγελάδων, που προκύπτει από το σπινθηροβόλο βλέμμα τους.
- Μα τη νύχτα θα περάσουν πάνω από τη σκηνή και θα μας λιώσουν. Είναι πολύ χαζές .
- Είσαι υπερβολικός και φοβάσαι τις αγελάδες. Ντροπή!
Κατά τις έξι κάνουμε το λάθος να ξεκινήσουμε για Τζια. Ο καιρός έχει χειροτερέψει πολύ και τον έχουμε δευτερόπρυμα. Η Τ. έχει γαντζωθεί πάνω μου και τρέμει (από το φόβο, από το κρύο – γιατί τρώμε αρκετό ριπίδι – μάλλον κι από τα δύο) και μαζί της, όπως με κρατάει, τρέμω κι εγώ. Κάποια στιγμή μου λέει: «Αυτό δεξιά το έχεις δει;» Είχε δίκιο. Μέσα στην ένταση δεν είχα δει ένα τεράστιο ξεφόρτωτο τάνκερ που ήταν (όταν το είδα) στο τέταρτο του μιλίου. Αναγκάστηκα να κόψω ταχύτητα και να παρεκκλίνω για να περάσει πρώτο το τάνκερ. Φθάνουμε στο φανάρι του λιμανιού της Τζιας και ακούω την Τ. να λέει: «Δεν μπορούσα να φανταστώ ποτέ ότι ένα φουσκωτό θα ανταπεξερχόταν με επιτυχία τέτοιες συνθήκες.» Εγώ χάρηκα γιατί σκέφθηκα ότι κατάλαβε τι σημαίνει φουσκωτό και πόσο ασφαλές είναι.
Στο στενό μεταξύ Σουνίου και Μακρονήσου βρίσκουμε ένα πεντάρι. Η Τ. μου ζητάει να σταματήσουμε. Το κάναμε σε μια παραλία στη νότια πλευρά της Μακρονήσου. Βγήκαμε έξω, φάγαμε ελαφρά, ήπιαμε και καφέ. Μία ώρα μετά η παραλία γύρω μας έχει γεμίσει από καμιά δεκαριά αγελάδες, που προηγουμένως ήταν στη πλαγιά πάνω από την παραλία και αποφάσισαν νάρθουν να μας πουν καλησπέρα. Σιγά – σιγά ο κύκλος που σχηματίζουν γύρω μας κλείνει, καθώς μας πλησιάζουν. Προτείνω να μη συνεχίσουμε για Τζια, αλλά, αν μείνουμε, να μείνουμε στη βάρκα. Η Τ. μου λέει να στήσουμε τη σκηνή στη παραλία. Εγώ απαντώ με το στερεότυπο περί της νοημοσύνης των αγελάδων, που προκύπτει από το σπινθηροβόλο βλέμμα τους.
- Μα τη νύχτα θα περάσουν πάνω από τη σκηνή και θα μας λιώσουν. Είναι πολύ χαζές .
- Είσαι υπερβολικός και φοβάσαι τις αγελάδες. Ντροπή!
Κατά τις έξι κάνουμε το λάθος να ξεκινήσουμε για Τζια. Ο καιρός έχει χειροτερέψει πολύ και τον έχουμε δευτερόπρυμα. Η Τ. έχει γαντζωθεί πάνω μου και τρέμει (από το φόβο, από το κρύο – γιατί τρώμε αρκετό ριπίδι – μάλλον κι από τα δύο) και μαζί της, όπως με κρατάει, τρέμω κι εγώ. Κάποια στιγμή μου λέει: «Αυτό δεξιά το έχεις δει;» Είχε δίκιο. Μέσα στην ένταση δεν είχα δει ένα τεράστιο ξεφόρτωτο τάνκερ που ήταν (όταν το είδα) στο τέταρτο του μιλίου. Αναγκάστηκα να κόψω ταχύτητα και να παρεκκλίνω για να περάσει πρώτο το τάνκερ. Φθάνουμε στο φανάρι του λιμανιού της Τζιας και ακούω την Τ. να λέει: «Δεν μπορούσα να φανταστώ ποτέ ότι ένα φουσκωτό θα ανταπεξερχόταν με επιτυχία τέτοιες συνθήκες.» Εγώ χάρηκα γιατί σκέφθηκα ότι κατάλαβε τι σημαίνει φουσκωτό και πόσο ασφαλές είναι.
Όταν πλησιάσαμε στο Βουρκάρι για να δέσουμε, βλέπω όλον τον κόσμο να σηκώνεται από τις καφετέριες, να πηγαίνει στην άκρη της προβλήτας και να μας κάνουν νόημα με τα χέρια. Όταν φθάσαμε δίπλα τους μου φώναξαν να τους πετάξω σχοινιά. Έδεσαν τη βάρκα με το πλάι σε δευτερόλεπτα. Τραβούν την Τ. έξω απ’ τη βάρκα. Και εκείνη τη στιγμή βρίσκεται ο μαλάκας (παντού θα βρεις ένα τέτοιο) που λέει: «Καλά, εσύ είσαι τρελός, τι σου φταίει η κοπέλα και έχεις βγει με εννιάμιση μποφόρ και γενικό απαγορευτικό απόπλου;» Και η Τ. παθαίνει σοκ, το οποίο δεν ξεπέρασε ποτέ. Ο μαλάκας «πέτυχε» να μας γαμήσει τις διακοπές. Την πήραν στο διπλανό ιστιοπλοϊκό για να της δώσουν στεγνά ρούχα. Βέβαια, τα ρούχα που φορούσαμε κάτω από τις νιτσεράδες δεν ήταν βρεγμένα - τζάμπα κόπος. Της είπαν όμως στο ιστιοπλοϊκό ότι, λόγω καιρού, ήταν αποκλεισμένοι στη Τζια δέκα μέρες. Έτσι μείναμε σ' ένα υπέροχο ξενοδοχείο. Το μοναδικό που υπήρχε τότε στο λιμάνι. Ήταν χάρμα οφθαλμών να το κοιτάς. Απ' έξω θύμιζε κοινή πολυκατοικία της δεκαετίας του 60 στο Παγκράτι. Μέσα δε, παρά τους 5 ορόφους, δεν είχε ασανσέρ.
Επειδή η Τ. δεν ξαναέμπαινε στο φουσκωτό, νοικιάσαμε ένα μηχανάκι. Νοικιαζόταν μόνο σε 24ωρη βάση. Παρ’ όλα αυτά δεν είχε φώτα! Στις ανηφόρες κατεβαίναμε κι οι δύο και το πήγαινα με τα χέρια! Στην Ελλάδα, τη χώρα του τουρισμού.
No comments:
Post a Comment