Το επόμενο καλοκαίρι είμαι μόνος μου στη Σέριφο. Μένω στο Καλό Αμπέλι μια υπέροχη παραλία με δύσκολη πρόσβαση από τη ξηρά. Κάθε βράδυ πηγαίνω στο λιμάνι για φαγητό και μετά στο μπαρ "Ναυτικός Όμιλος", όπου συναντούσα φίλους που έχουν σπίτι στο νησί. Μου τηλεφωνεί η Ν. και μου λέει ότι θα έρθει. Έρχεται μετά από λίγες μέρες και ξεκινάμε για Σίφνο – πρώτη της φορά σε φουσκωτό.
Φτάσαμε σε μισή ώρα στη Φυκιάδα, σχετικά άνετα. Ενθουσιάζεται από το μέρος. Στήνουμε σκηνή – σ’ όλον τον κόλπο μόνοι μας, swell! Τα απογεύματα πηγαίνουμε για φαγητό στον Πλατύ Γιαλό ή στο Φάρο – να δούμε και μερικούς ανθρώπους να μην αγριέψουμε τελείως. Μια μέρα, είμαστε στο Φάρο κι ανοίγει η όρεξη της Ν. Μου ζητάει να πάμε στο Κάστρο. Της λέω ότι θα είναι δύσκολα γιατί το Κάστρο είναι τελείως ανοιχτό στο βοριά. Επιμένει και ξεκινάμε. Με το που περάσαμε τον κάβο και αρχίσαμε να περνάμε κύματα – λόφους, η Ν. βλέπει το Χριστό φαντάρο. Μου ζητάει να γυρίσουμε. Περιμένω την κατάλληλη στιγμή να κάνω τη στροφή των 180 μοιρών. Γυρίζουμε στο Φάρο και καθόμαστε για καφέ. Προσπαθώ να την πείσω ότι είναι λογικό να φοβήθηκε, αλλά ουσιαστικά δεν υπήρχε πρόβλημα. Συναντάμε τυχαία το Νότη. Εξηγώ στη Ν. τι εστί Νότης (κατασκευαστής των Planatech και των Scorpion). Η Ν. θεωρεί ότι ο Ν. είναι αυθεντία στη θάλασσα και τα φουσκωτά (και όντως είναι) και ότι απ’ αυτόν μπορεί να πάρει μια υπεύθυνη άποψη:
- Νότη, πως πρέπει να είναι η θάλασσα για ν’ αρχίσω να ανησυχώ;
- Επειδή ο Κώστας είναι τρελός, μόλις βλέπεις ότι η θάλασσα ρυτιδιάζει να του ζητάς να γυρίσετε. Διαφορετικά θα σε πνίξει.
Ο Νότης ήταν στη Σίφνο μ’ ένα Scorpion 8,50μ. Είχε μαζί του και τη κόρη του που τότε ήταν 6 μηνών. Λέω της Ν. ότι ο Νότης δεν σοβαρολογεί, ότι υπερβάλλει κ.λ.π. Η Ν. ανένδοτη. Πηγαίνουνε στη Φυκιάδα, παίρνει τα πράγματά της, μετά στις Καμάρες. Παίρνει το πλοίο και γειά σας.
Το βράδυ τηλεφωνώ στο Σταύρο. Τον πετυχαίνω στα Κατάπολα με τη φίλη του. Αποφασίζω την επόμενη μέρα να πάω στην Αμοργό να τους βρω. Μάζεψα τη σκηνή αποβραδίς και κοιμήθηκα στη βάρκα. Ξεκίνησα νωρίς το πρωί με πολύ άσχημο καιρό. Μου πήρε τρεισήμισι ώρες να φτάσω στα Κατάπολα – 62 μίλια απόσταση. Τα παιδιά είναι στο «γνωστό» καφενείο. Βγάζω τη νιτσεράδα και πηγαίνω στο καφενείο. Ο καφές μου είναι ήδη στο τραπέζι. Τα παιδιά μου λένε ότι θα φύγουν αμέσως για ένα φοβερό μέρος που είχαν ανακαλύψει, γιατί το βράδι η φίλη του Σταύρου θα έφευγε για Αθήνα. Και φεύγουν λέγοντας ότι θα βρεθούμε αργότερα. Πίνω το καφέ μου χαζεύοντας το λιμάνι. Δίπλα από την Pinta είναι δεμένη μια λάντζα. Βλέπω έναν τύπο να πηδάει έξω και να έρχεται προς το μέρος μου κρατώντας μια κούπα.
- Καλημέρα παλικάρι. Να καθίσω μαζί σου να πιω τον καφέ μου;
- Καλημέρα, βεβαίως.
- Καλωσόρισες στο νησί μας.
- Ευχαριστώ.
- Από πού ήρθες παλικάρι;
- Από τη Σίφνο.
- Παλικάρι, τι ήταν αυτό που σ’ ενοχλούσε τόσο πολύ στη Σίφνο, που σ’ έκανε να φύγεις μόνος σου μια μέρα με τέτοιο καιρό;
Τι να του πεις...
Το μεσημέρι ξεκίνησα για το μέρος που είχε μιλήσει ο Σταύρος. Την Καλοτινή. Ήταν πολύ δύσκολο να βρεις τον κόλπο από τη θάλασσα. Βρίσκεται στο νοτιότερο σημείο του νησιού, έχει ένα μικρό άνοιγμα για είσοδο και είναι απόλυτα προστατευμένος απ’ όλους τους καιρούς. Στη μία πλευρά του κόλπου ήταν δεμένες στα βράχια ψαρόβαρκες κι ένα φουσκωτό και αρόδου δύο ιστιοπλοϊκά. Στο μυχό του κόλπου υπήρχε μια καντίνα με μερικά τραπεζάκια. Το φουσκωτό του Σταύρου έλειπε. Δένω και πηγαίνω στην καντίνα. Παίρνω έναν καφέ και ψάχνω ένα τραπέζι σε σκιά για να καθίσω. Ένα ζευγάρι μου κάνει νόημα να καθίσω στο τραπέζι τους. Ήταν κι αυτοί με φουσκωτό. Το πρωί, είχαν πάει για μπάνιο στη Γραμβούσσα και με είδαν που ανέβαινα για τα Κατάπολα. Το απόγευμα γύρισε κι ο Σταύρος. Η φίλη του είχε φύγει. Είχε ήδη γνωρίσει το ζευγάρι. Καθόμαστε όλοι μαζί στην καντίνα, που την είχε ένας τύπος με τους δύο νεαρούς ανιψιούς του. Στα άλλα τραπέζια κάθονταν ντόπιοι ψαράδες που συζητούσαν το θέμα του τουρισμού του νησιού. Έλεγαν ότι ο τουρισμός ήταν πολύ χαμηλός. Κάποιος είπε «Τα Κουφονήσια βουλιάζουν από τους τουρίστες κι εδώ δεν υπάρχει ψυχή.» «Στα Κουφονήσια φροντίζουν τις παραλίες και είναι καθαρές. Εδώ ο δήμαρχος δεν κάνει τίποτα» απάντησε ένας άλλος. «Το πρόβλημα είναι ότι σε μας όλες οι παραλίες είναι βορεινές και το καλοκαίρι με τα μελτέμια δεν μπορείς να κολυμπήσεις, ενώ στα Κουφονήσια οι περισσότερες παραλίες τους είναι νοτινές κι έτσι η θάλασσα το καλοκαίρι είναι ήσυχη και πηγαίνει ο κόσμος και χαίρεται» παρατήρησε ένας τρίτος. Οι τόνοι ανέβηκαν. «Αυτές είναι μαλακίες. Δεν έχουμε υποδομές, αυτό φταίει!»
«Βρε μαλάκα γιατί τότε δεν έχουμε κόσμο στο νοτιά, που και δωμάτια υπάρχουν και οι θάλασσες είναι καλές;» «Σ’ έχει πειράξει ο αέρας. Πού τις είδες τις παραλίες στο νοτιά;»
Αποφασίζω να παρέμβω: «Αν το πρόβλημα είναι ο προσανατολισμός των παραλιών που είναι βορεινές, γιατί δεν γυρίζετε το νησί ανάποδα κι έτσι οι παραλίες να γίνουν νοτινές;»
Αχαχαχαχα ... πώς μου ειχε ξεφύγει αυτη η ιστορία φίλτατε swell !
ReplyDeleteΑπ όσο ξέρω ουτε την Αμοργό τη γύρισαν ακόμα αλλιώς, ουτε το Κάστρο της Σίφνου εχει ησυχάσει απ τους βοριάδες.
Τυχαίνει να εχω κάνει βόλτες στη Σίφνο με σκάφος και εχω πάρει μιαν ιδέα του τι γίνεται περίπου.
Αλλα την Αμοργό, ναι, πρέπει να τη γυρίσουμε αλλιώς :)
Εμαθα ότι προσπάθησαν να τη γυρίσουν ανάποδα την Αμοργό Τζονάκο, αλλά οι γερανοί ανήκαν στον Κόκκαλη και τους ζήτησαν μια περιουσία κι έτσι δεν το έκαναν.
ReplyDelete