Ένα βράδι τρώγοντας στη γνωστή ταβέρνα, καθόταν μαζί μας ο Μιχελής και η φιλόλογος με την κόρη της. Πλησιάζει το τραπέζι μας ένας αδέσποτος σκύλος (τον ήξερα – είχαμε ήδη γνωριστεί) και κάθεται δίπλα μου. Έκοψα ένα κομμάτι κρέας από το πιάτο μου και του το έδωσα στο στόμα. Το πήρε από τα δάχτυλά μου, χωρίς να με αγγίξει. Η φίλη του Σταύρου μου είπε αμέσως μετά, «αυτό που έκανες δεν είναι πολύ ασφαλές, γιατί δεν ξέρεις τι μπορεί να έχει ο σκύλος.» «Τον ρώτησα, δεν έχει τίποτα μου είπε» απάντησα αστειευόμενος.
Η κοπέλα δεν κατάλαβε το αστείο και άρχισε ένα λογύδριο: «Μου τη σπάνε όλοι αυτοί που όπου πηγαίνουν, παίρνουν μαζί και το σκύλο τους. Το κάνουν για επίδειξη και είναι κομπλεξικοί.» «Δεν αποκλείω κάποιοι άνθρωποι να το κάνουν για τους λόγους που είπες. Εγώ πάντως έπαιρνα τον εκάστοτε σκύλο μου, όποτε πήγαινα απόγευμα άνοιξη ή καλοκαίρι για καφέ στο Skipper στο Καλαμάκι. Ήταν όλα ήμερα σκυλιά, στο μαγαζί πάντοτε υπάρχουν μερικοί αδέσποτοι και γι’ αυτό μου αρέσει αυτό το μαγαζί. Άσε που κανείς ποτέ δεν ενοχλήθηκε» της είπα. «Οι άνθρωποι ενοχλούνται, αλλά απλά δεν το λένε.» «Τέλος πάντων, δεν νομίζω ότι είναι σωστό να συνεχίσουμε αυτή τη συζήτηση οι δυο μας, ενώ υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι στο τραπέζι» είπα. «Ε, βέβαια, έχω δίκιο αλλά δεν θες να το παραδεχτείς» απάντησε. Δεν λέω τίποτα. Τη ρωτάει η φιλόλογος: «Γιατί βγάζεις αυτή την ένταση από μέσα σου;» Αντί απάντησης, σηκώνεται και φεύγει λέγοντας «Καληνύχτα.» Η ατμόσφαιρα και η διάθεση είχαν χαλάσει και, έτσι, μετά από λίγο φύγαμε όλοι. Περπατώντας προς την προβλήτα, τράβηξα από το χέρι το Σταύρο λίγο μακρύτερα από τον Κωστή και του είπα «Σταύρο, μάζεψε την κυράτσα» ή κάτι τέτοιο. «Εγώ δεν έχω να κάνω τίποτα. Ό,τι θέλεις, να της το πεις εσύ» απάντησε.
Η κατά καιρούς "παρέα μου" στο Skipper:
Ο Ρίκο
Η Ρίτα, που εκτός από καφέ που ήπιαμε παρέα, γυρίσαμε μαζί και όλο το Αιγαίο.
Κι ο Φαρούκ
Την άλλη μέρα το πρωί ο Σταύρος μας ανακοίνωσε ότι η φίλη του είχε σπαστεί και γι’ αυτό θα συνέχιζαν μόνοι τους. Δεν μπορέσαμε να τους μεταπείσουμε ούτε ο Κωστής ούτε εγώ, ό,τι κι αν είπαμε και κατά τις 10 έφυγαν. Ο Σταύρος δεν μου έχει μιλήσει από τότε.
Το απόγευμα ο Κωστής κι εγώ πήγαμε με το φουσκωτό στους Λειψούς. Ήθελα να δω μια εκκλησία για την οποία μου είχε μιλήσει ο Μιχελής. Το νησί τότε ήταν ελάχιστα γνωστό, γιατί δεν είχε ακόμη χτίσει το σπίτι του εκεί ο Γιωτόπουλος. Το λιμάνι, παρότι μεγαλύτερο νησί από τους Αρκούς, μικρό. Υπήρχε και μια τεχνητή προβλήτα. Ένας διάδρομος, συνήθως μεταλλικός σκελετός και σκληρό πλαστικό το πάτωμα, που έχει δέστρες και παροχές νερού και ρεύματος ανά θέση δεσίματος σκάφους. Στη συγκεκριμένη προβλήτα των Λειψών δεν υπήρχε τίποτα απ’ αυτά. Δέσαμε στο σιδερένιο σκελετό της κατασκευής. Ανεβήκαμε στη προβλήτα κι αρχίσαμε να περπατάμε προς το τέλος της για να φύγουμε. Η προβλήτα δεν ήταν σταθερή. Κουνιόταν κάτω από τα πόδια μας! Στο σημείο που τελείωνε και ενωνόταν με το τσιμέντο υπήρχε μια πινακίδα. Σταμάτησα κι έκανα μεταβολή για να διαβάσω τι έγραφε: «Κατασκευή τεχνητής προβλήτας λιμένος Λειψών. Προϋπολογισμός 50.000.000 δρχ!» Αθάνατο ελληνικό μεγαλείο. Πήραμε ένα μικρό λεωφορείο. Η εκκλησία ήταν στην ενδοχώρα, σε μια ερημιά. Ήταν αφιερωμένη στην Παναγία του Χάρου. Η μοναδική στην Ελλάδα. Την αποκαλούσαν έτσι, γιατί το πρόσωπό της ήταν μαύρο!
Την επόμενη μέρα πήγαμε στην Πάτμο, γιατί ερχόταν ένας φίλος του Κωστή, ο Θεόφιλος. Κατά τον Κωστή, χρειάζεται 2 ανθρώπους για να ταξιδέψει με το σκάφος του. Το cruiser του ήταν 12μ. Μάλλον λογικό. Ο Θεόφιλος ωραίος τύπος με χιούμορ. Μια μέρα με κακό καιρό πήγαμε στη Λέρο. Δέσαμε στο Λακκί. Ο Κωστής πλαγιοδέτησε κι εγώ πάνω του. Το λιμάνι, λόγω καιρού, ήταν γεμάτο από ιστιοπλοϊκά σκάφη. Ένα μεσημέρι αργά, ο Κωστής με το Θεόφιλο είχαν νοικιάσει μηχανάκια για να γυρίσουν το νησί, πηγαίνω στο μοναδικό εστιατόριο που υπήρχε στο λιμάνι για φαγητό. Ήμουν ο μοναδικός πελάτης εκείνη την ώρα. Λίγο μετά εμφανίστηκε ένας skipper που κάθισε στο τραπέζι που καθόταν ο ταβερνιάρης. Από την προφορά του κατάλαβα ότι δεν ήταν Έλληνας. Συζητούσαν για τον καιρό. Ο ξένος έλεγε ότι ο καιρός τούχε σπάσει τα νεύρα και το ίδιο συνέβαινε και με τους πελάτες του. Ο ταβερνιάρης είπε ότι ο καιρός αυτός δεν μπορούσε να κρατήσει πολύ. Μπαίνω κι εγώ στη συζήτηση. Μετά από λίγο, ο skipper μετακόμισε στο τραπέζι μου. Ήταν Αυστραλός. Είχε έρθει για διακοπές στην Ελλάδα πρώτη φορά πριν πολλά χρόνια, γνώρισε την Ελληνίδα γυναίκα του κι ερωτεύτηκε το Αιγαίο. Ζούσαν στο Σύδνεϋ κι αυτός κάθε καλοκαίρι ερχόταν στην Ελλάδα και δούλευε σαν skipper. Το ζευγάρι των Άγγλων που είχε στο σκάφος, είχαν μαζί τους κι ένα μωράκι. Ανησυχούσε γιατί βάσει συμβολαίου έπρεπε να είναι σε δύο μέρες στην Πάρο. Του είπα ότι ταξίδευα με φουσκωτό στο Αιγαίο από το 1986 (ήταν το 2002). Ότι οι άνεμοι τα καλοκαίρια στο Αιγαίο έχουν αλλάξει δραματικά, εξ αιτίας της γενικότερης κλιματικής αλλαγής. Ότι δεν πρόκειται πλέον για το κλασσικό μελτέμι, τον βορειοανατολικό άνεμο, που φυσάει όσο υπάρχει ήλιος ενώ νωρίς το πρωί και το βράδι έχει κάλμα. Του είπα ότι θυμόμουν πως όταν δεν ήθελα να ταλαιπωρηθώ, ξεκινούσα νωρίς το πρωί και πάντοτε έφθανα στον προορισμό μου άνετα. Ενώ τα τελευταία χρόνια, όταν αρχίζει να φυσά, φυσά συνεχώς με την ίδια ένταση για μια βδομάδα ή και περισσότερο. Συμφώνησε ο Αυστραλός, αλλά στενοχωρήθηκε περισσότερο για τους πελάτες του. Κυρίως για τη μαμά και το μωρό.
Όταν γύρισαν οι δύο «μηχανόβιοι» τους διηγήθηκα τη συζήτηση με τον Αυστραλό. Ο Κωστής διαφώνησε με την άποψή μου για την κλιματική αλλαγή, εκφράζοντας μια θεωρία που ούτε ο Θεόφιλος, ούτε εγώ καταλάβαμε. Όποτε συζητούσαμε για θέματα πλοήγησης, σ’ ένα θεωρητικό σενάριο που έπρεπε να διασχίσεις μια απόσταση με βοριά, π.χ. από τη Φολέγανδρο στη Μήλο, εγώ έλεγα ότι πρέπει να περάσεις μεταξύ Κιμώλου και Μήλου. Ο Κωστής θεωρούσε ότι ο βοριάς χτυπούσε στις ακτές της Μήλου και έπαιρνε αντίθετη κατεύθυνση, και γινόταν πλέον νοτιάς! Κι συ βρισκόσουν στη μέση. Επειδή επέμενε σ’ αυτήν τη θεωρία εγώ άρχιζα να την εφαρμόζω στη καθημερινότητά μας. Καθόμασταν να φάμε και ζητούσα από τον Θεόφιλο το αλάτι. Αυτός το έπιανε κι άπλωνε το χέρι του για να μου το δώσει. Εγώ του έλεγα «Όχι έτσι, γιατί μπορεί να έρθει ο άνεμος από την απέναντι πλευρά, να το χτυπήσει και νάχουμε πρόβλημα.» Ο Θεόφιλος συμφωνούσε «Έχεις δίκιο» έλεγε και μου έδινε τελικά το αλάτι κάνοντας με το χέρι του ζιγκ – ζαγκ. Όταν μου ζητούσε κάτι ο Θεόφιλος, έκανα το ίδιο. Γελάγαμε πολύ (οι δυο μας, ο Κωστής απλά χαμογελούσε).
Μια μέρα ακούμε ότι από την επόμενη η ένταση του ανέμου θα έπεφτε λίγο, θα γινόταν 7 μποφόρ κι αποφασίζουμε να ξεκινήσουμε για την επιστροφή. Εγώ προτείνω να περάσουμε από την Πάτμο για βενζίνη, ο Κωστής διαφωνεί, λέγοντας ότι θα είμαστε εντάξει μέχρι τη Μύκονο. (Το ότι δεν έβαλα βενζίνη στην Πάτμο, αποδείχτηκε αργότερα λάθος.) Στη Μύκονο θα συναντούσαμε την πρώην γυναίκα του Κωστή. Ξεκινήσαμε το επόμενο πρωί. Στην αρχή, όσο ήμασταν καλυμμένοι από τα Δωδεκάνησα, η θάλασσα ήταν μια χαρά. Θα πηγαίναμε μέχρι νότια της Πάτμου, μετά νότια του ακρωτηρίου Πάπας της Ικαρίας και από κει πορεία 270 μοίρες μέχρι τη Μύκονο. Στην αρχή, η κατάσταση της θάλασσας ήταν τέτοια που προπορευόμουν. Με το που αφήσαμε την Πάτμο πίσω μας δεξιά, μας «υποδέχτηκε» το Ικάριο. Και τι υποδοχή. Ένα βορειοδυτικό 7άρι που το είχαμε κατευθείαν μπροστά. Με τις συνεχείς αλλαγές πορείας για να περνάω τα κύματα πιο γλυκά, αρχίζω να χάνω έδαφος. Ο Κωστής πέρασε μπροστά και μετά από μια ώρα δεν είχα πλέον ούτε οπτική επαφή. Μιλούσαμε κάθε 20 λεπτά στο VHF. «Pinta το Iris…»
Εδώ πρέπει να πω ότι σε άλλες συνθήκες όταν άκουγα το ίδιο πράγμα στο VHF δεν απαντούσα. Κι αυτό γιατί όταν ο Κωστής αγόρασε το συγκεκριμένο σκάφος, αποφάσισε να του αλλάξει το όνομα. Ζήτησε τη βοήθειά μου. Συναντηθήκαμε, αλλά όποια ονόματα του πρότεινα, τα απέρριπτε. Δεν του άρεσαν. Στο τέλος τα πήρα στο κεφάλι γιατί έχανα το χρόνο μου και του πρότεινα ένα (δήθεν) εκπληκτικό όνομα, που κανείς δεν θα το καταλάβαινε. AGAOL. Με ρώτησε τι σημαίνει. Του είπα ότι ήταν τα αρχικά των λέξεων Άντε Γαμηθείτε Όλοι. Το επόμενο πρωί μου τηλεφώνησε και μου είπε ότι βρήκε όνομα. Το Iris. Του είπα ότι ήταν ωραίο όνομα αλλά συνηθισμένο, οπότε μάλλον θα έπρεπε να προσθέσει και κάτι άλλο για να το διαφοροποιήσει. Ο Κωστής είπε «Αποκλείεται.» Στο τέλος το σκάφος βαφτίστηκε Iris G. Γι’ αυτό είπα ότι όταν με καλούσε υπό κανονικές συνθήκες λέγοντας Iris, δεν απαντούσα. Όταν με ρωτούσε αργότερα γιατί δεν απαντούσα, του έλεγα (αστειευόμενος) ότι εγώ δεν ήξερα κανένα σκάφος Iris. Ήξερα μόνον Iris G.
Μετά από ένα δίωρο, μου είπαν ότι ήταν αδύνατο να συνεχίσουν για Μύκονο και άλλαζαν πορεία. Θα πήγαιναν στη Δονούσα. Η αλλαγή αυτή μου έδωσε «φτερά». Πλέον είχα τον καιρό στο πλάι και μπορούσα να πηγαίνω με 28 μίλια. Μετά από 45 λεπτά έφτασα στη Δονούσα. Είχαν βρει καταφύγιο σ’ έναν κόλπο. Φάγαμε πρόχειρα, συζητώντας αυτό που περάσαμε. Λίγο μετά πήγαμε στο λιμάνι. Ποιο λιμάνι δηλαδή, που ήταν εκτεθειμένο στο βοριά! Εκεί μείναμε αναγκαστικά αρκετές μέρες.
Κάθε πρωί, πηγαίναμε με τον Κωστή με το φουσκωτό μέχρι τη βορεινή άκρη της Δονούσας, για να βλέπουμε τον καιρό. Έτσι, όταν έπεσε κάπως ο καιρός, ξεκινήσαμε για Μύκονο και στη μέση της διαδρομής μένω από βενζίνη. Ειδοποιώ τον Κωστή που ήταν πίσω μου, με πλησιάζει και μου πετάει το μπιντόνι της βενζίνης του tender. Παρά λίγο να πέσω στη θάλασσα αγκαλιά με το μπιντόνι. Και μετά η μετάγγιση, με τη βάρκα να χορεύει ακυβέρνητη στα κύματα. Η μισή σχεδόν βενζίνη χύθηκε μέσα στο φουσκωτό. Έτσι φτάσαμε στη Μύκονο. Μόλις δέσαμε, τηλεφωνήσαμε για βενζίνη.
Ο Κωστής τηλεφώνησε και στην πρώην γυναίκα του κι αυτή κατέβηκε στο λιμάνι για να μας δει. Όταν ήρθε, πήγα κι εγώ στο Iris να την χαιρετίσω. Μετά τα φιλιά, ρώτησε τον Κωστή πως είχαμε περάσει. Κι ο Κωστής:
- Πώς να περάσω ρε γαμώτο με τις μαλακίες του Κώστα; Με πέθανε με τις μαλακίες του και τα ηλίθια αστεία του.
- Καλά, αφού σ’ ενοχλούσε, γιατί δεν είπες τίποτα, ρώτησα.
- Τι να σου πω μωρέ;
- Θα έπρεπε να μου το πεις. Η πλάκα που κάναμε δεν ήταν για να σε μειώσουμε. Σε κάθε περίπτωση, σου ζητώ συγγνώμη.
Λίγο μετά ξεκινήσαμε ο Κωστής για Καλαμάκι κι εγώ για Ραφήνα. Θα ακολουθούσαμε, δηλαδή, διαφορετικές πορείες. Την ώρα που λύναμε, φώναξα στον Κωστή «Καλό ταξίδι και με συγχωρείς πάλι.» Δεν απάντησε. Ο Κωστής έχει εξαφανιστεί από τότε.
Χαχαχαχα, AGAOL !!! καλό !
ReplyDeleteΩραίος, σας ζηλεύω με τις θαλασσινές σας περιπέτειες, είστε όντως μούσκεμα.
Αλλα περνάτε καλά, μέσα στο μπλέ !
Πάντα τέτοια και όσο φια τον κάθε Κώστα... δεν ξέρω τι να πώ, απλά νομίζεις οτι ο άλλος θα σε καταλάβει, θα δείξει κατανόηση αλλα πολλές φορές πέφτεις έξω και απογοητεύεσαι ο ίδιος. Το έχω πάθει.
Κορυφαία αφήγηση. Μεγάλε, ταξιδέψαμε!
ReplyDelete...over...
Τζονάκο,
ReplyDeleteΤα πάντα σε επίρρωση της μαρξιστικής (πάλι) ρήσης "Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου."
Παρατηρητή,
ReplyDeleteΕυχαριστώ για τα καλά λόγια. Αν δε όντως σε ταξίδεψα, είμαι ευτυχής.