December 3, 2007

Dolce (a΄)


Παρασκευή πρωί μου τηλεφώνησε ένας παλιός μου συνάδελφος και μου ζήτησε να συναντηθούμε. Ήθελε να μου ζητήσει κάποιες πληροφορίες και συμφωνήσαμε να βρεθούμε αργά το μεσημέρι στο DOLCE (ποτέ δεν συνήθισα το καινούργιο όνομα). Έφτασα γύρω στις 4, ολίγον παπί λόγω του τσιρ-τσιρ και της μοτοσυκλέτας. Ο φίλος μου δεν είχε έρθει ακόμα. Βρήκα τραπέζι μέσα, στύφτηκα, κάθισα και παράγγειλα καφέ και κρουασάν. Άρχισα να περιεργάζομαι το περιβάλλον. Στην άλλη πλευρά του καταστήματος κάθονταν δύο κοπέλες μ’ ένα τύπο. Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει (ποιος άλλος) ο Τζούμας και πίσω του ο φίλος μου. Είχα να τον δω μερικά χρόνια και μου φάνηκε κουρασμένος (ο φίλος μου – ο Τζούμας έχω την εντύπωση ότι παραμένει ίδιος κι απαράλλαχτος).

Είχε αρχίσει να συζητά την επαγγελματική του μετακίνηση κι ήθελε τη γνώμη μου σε κάποια θέματα. Όσο συζητάμε, «συλλαμβάνω» δυο φορές τη μία από τις δύο κοπέλες να με κοιτάει. Το «παίζω» υπεράνω και συνεχίζω απερίσπαστος τη συζήτηση με το φίλο μου. Τον διαβεβαίωσα ότι η εταιρία με την οποία συζητούσε τη μετακίνησή του, ήταν πολύ καλύτερη απ’αυτήν που δούλευε τα τελευταία δύο χρόνια. Άσε που ο γενικός διευθυντής της εταιρίας που δούλευε, είχε την άποψη ότι για τις εκτυπώσεις δεν υπάρχουν «νεκροί περίοδοι!» Προφανώς, πίστευε ότι ο περίοδος ήταν της ίδιας κλίσης και γένους με το φασίολο.

Εκείνη τη στιγμή, βλέπω τις δύο κοπέλες με τον τύπο να σηκώνονται και να προχωρούν προς την πόρτα. Η μία από τις δύο με κοιτάει σταθερά, κάτι λέει στους άλλους, οι οποίοι βγαίνουν έξω, αυτή πλησιάζει το τραπέζι και απευθυνόμενη σε μένα, λέει:

«Καλησπέρα, με συγχωρείτε που σας διακόπτω, εσείς δεν διδάσκατε κάποτε στο κολέγιο τάδε και λέγεστε Κώστας Ζ… ή κάπως έτσι;»

Σηκώνομαι κι εκείνη τη στιγμή τη θυμάμαι. Απλώνω το χέρι μου, σφίγγω το δικό της και λέω:

«Ναι Ζ…, εγώ είμαι. Κι εσείς είστε η Ζωή Π.!»
«Α, πως θυμάστε το όνομά μου;»
«Έλα ντε.» Αυτό δεν το είπα φωναχτά. Αλλά πως μπορείς να ξεχάσεις μια πολύ όμορφη κοπέλα, 1,80 περίπου, με φοβερό σώμα;
«Τι κάνετε;»
«Πολύ καλά, ευχαριστώ. Θέλετε να καθίσετε μαζί μας;»
«Μα δεν θέλω να σας διακόψω.»
«Δεν μας διακόπτετε» λέει ο φίλος μου.
«Σας ευχαριστώ!» και κάθεται.
«Α, και σταματήστε παρακαλώ τον πληθυντικό αριθμό. Είναι γελοίο μετά από τόσα χρόνια και στο συγκεκριμένο χώρο. Η Ζωή και ο Θοδωρής» κάνω τις συστάσεις.
«Έχεις δίκιο, χαίρω πολύ Θοδωρή.»

Η Ζωή όταν τη γνώρισα ήταν λίγο πάνω από τα είκοσι, άρα τώρα πρέπει να ήταν τριάντα και κάτι, «μια χαρά» σκέφτηκε το ραμολιμέντο. Θυμόταν ότι τους παράτησα στη μέση της χρονιάς (Φεβρουάριο) γιατί έφυγα για τη Ρουμανία. Θυμόταν, επίσης, τα παραδείγματα που χρησιμοποιούσα κατά τη διάρκεια του μαθήματος, που έκαναν, είπε, το μάθημα πιο ενδιαφέρον και σχεδόν ποτέ δεν τους έμεναν απορίες. Θυμήθηκε επίσης ένα απόγευμα Ιουνίου, που έφτασα στη σχολή τελείως μούσκεμα, γιατί έπιασε βροχή στο δρόμο και δεν φορούσα (τότε ακόμη) κράνος. Είχε προθυμοποιηθεί να μου δώσει το πουλόβερ της κι εγώ, τελείως κομπλαρισμένος τόνισε, αρνήθηκα. Αυτό το περιστατικό το θυμόμουν κι εγώ. Μετά από μένα, τους είχε αναλάβει ένας άλλος καθηγητής, μου είπε το όνομά του – τον ήξερα, που είχε τελείως διαφορετικό στυλ από μένα και τους την έσπαγε. Η Ζωή εργαζόταν πλέον στις επιχειρήσεις του πατέρα της. Είχε παντρευτεί (το βούρλο) στα 26 και χωρίσει στα 28. Ο πρώην άνδρας της ήταν στην ίδια τάξη μ’ εκείνη – τον θυμόμουν αμυδρά. Την καλωσόρισα στο club των χωρισμένων.

Ο Θοδωρής μετά από λίγο χαιρέτησε κι έφυγε. Παραγγείλαμε ποτά. Κόκκινο κρασί. Με ρώτησε για τη ζωή μου αφού έφυγα από το κολέγιο. Κατά τις 9.30 μου πρότεινε να συνεχίσουμε κάπου αλλού. Στη διαδρομή μέχρι το αυτοκίνητό της, με ρώτησε που μένω κι όταν άκουσε Ραφήνα, πρότεινε αμέσως να πάμε στο σπίτι της, στην Εκάλη, απ’ όπου μέσω Διονύσου, θα μπορούσα εύκολα μετά να φτάσω στη Ραφήνα. Ήταν δυνατή και στη Γεωγραφία ή μήπως σε κάτι άλλο; Δεν μπορούσα να αποφασίσω.

Έμενε σε μια μεζονέτα σ’ ένα συγκρότημα με πισίνα! Χλιδή!

«Άσε το μπουφάν και το κράνος εκεί. Ξέρεις ν’ ανάβεις τζάκι;»
«Με προσβάλεις. Έχω κάνει βοσκός.»
«Τι εννοείς; Που;»
«Στη Γκιώνα. Πλέον έχω κρατήσει μόνο τα δύο τσοπανόσκυλα. Τα πρόβατα τα πούλησα.»
Βάζει τα γέλια.
«Σοβαρά μιλάω.»
«Δηλαδή έχεις αλήθεια κάνει το βοσκό;»
«Έχω δύο ελληνικούς ποιμενικούς σκύλους.»
Ξαναγελάει.
«Καλά, τσέλιγκα, τότε άναψε το τζάκι μέχρι να κάνω ένα ντους. Και γρήγορα παρακαλώ.»

Στήνω τα ξύλα, βρίσκω και προσάναμμα. Σε πέντε λεπτά το τζάκι έχει ανάψει καλά. Αποφασίζω να καθίσω στο χαλί με την πλάτη στον καναπέ, απέναντι από το τζάκι. Ακούω βήματα. Δεν γυρίζω να κοιτάξω.

«Μπράβο. Ωραία το άναψες! Συνεχίζουμε με κρασί;»
«Ναι.»

Ακούω ήχους πλήκτρων και μετά ποτηριών. Από τα ηχεία αρχίζουν να ακούγονται οι πρώτες νότες της Scheherazade! Swell! Έρχεται με τα δύο ποτήρια, είναι ξυπόλητη και φοράει μια λευκή μακριά μέχρι τα γόνατα μπλούζα, οι ρόγες της διαγράφονται καθαρά, σκέφτομαι ότι δεν έβαλε σουτιέν μετά το μπάνιο – αναρωτιέμαι αν έβαλε το άλλο, ή… - σκύβει μπροστά μου ν’ αφήσει τα ποτήρια, η μπλούζα ανοίγει στο λαιμό και επιβεβαιώνομαι. Με κοιτάει, καταλαβαίνει τι έκανα και χαμογελάει.

«Θάπρεπε να ντρέπεσαι!» λέει σοβαρά καθώς ανασηκώνεται.
«Με συγχωρείς.»

Γελάει.

«Επίτηδες έσκυψα έτσι. Ήξερα ότι θα κοιτάξεις. Ήθελα να το κάνεις.»
«Τι ήθελες δηλαδή;»
«Να δεις το στήθος μου!»
«Όπα.»

Στηρίζεται στον ώμο μου και κάθεται δίπλα μου.
«Στην υγειά σου» και τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας.
«Πες μου μια ιστορία τώρα.»

Dolce…

1 comment:

  1. Γκρρρ... τζάκι και μπλούζα χωρις τίποτα απο μέσα ;; και κρασάκι και 1.82 και νια νια νια δε ζηλεύω !

    ReplyDelete

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...