May 5, 2008

Ένα υπέροχο Σαββατοκύριακο

Ξαναήρθε στις 10 το πρωί του Σαββάτου. Ήρθε σιγά-σιγά από την πίσω πλευρά του σπιτιού, γιατί πίστευε ότι θα κοιμόμουν. Με βρήκε να πίνω καφέ στον ήλιο.

- Καλημέρα Κώστα!
- Οπ, καλημέρα σου!
- Νόμιζα ότι θα κοιμόσουν.
- Κι εγώ νόμιζα το ίδιο για σένα.
- Είχε φασαρία στο σπίτι και ξύπνησα στις 8.30.
- Εγώ λόγω του τσίρκου ξυπνάω καθημερινά πολύ νωρίς. Να ανοίξω στους σκύλους να φύγουν και να ταΐσω τις γάτες.
- Χαίρομαι που έχεις ξυπνήσει.
- Κι εγώ που σε ξαναβλέπω. Πάω να σου φτιάξω καφέ.
Μπήκα στη κουζίνα. Την άκουσα που είχε ανοίξει διάλογο με το Rebel (είναι πολύ ομιλητικός). Μετά από λίγο ανοίγει η πόρτα της κουζίνας, έρχεται από πίσω μου και μ’ αγκαλιάζει. Αισθάνθηκα στην πλάτη μου το στήθος της.


- Δε μου λες, να σου πω ότι ο καφές σου είναι έτοιμος ή να το παραβλέψω;
- Να το πεις, γιατί τον χρειάζομαι.
- Δανάη, ο καφές σου είναι έτοιμος.

Βγήκαμε έξω. Η Δανάη έβγαλε τη μπλούζα της. Φορούσε μαγιό.

- Είναι πολύ ωραίος ο ήλιος. Και δε σε βλέπει κανείς εδώ. Τα δέντρα και οι θάμνοι σε κρύβουν τελείως.
- Ναι, να φανταστείς ότι μερικές φορές κάθομαι να διαβάσω γυμνός στον ήλιο.
- Σοβαρά;
- Ναι βρε. Αφού δε φαινόμαστε.
- Να βγάλω το σουτιέν μου;
- Αν θέλεις…
- Εσύ θέλεις;
- Όπα!


Το βγάζει κι ο καφές πήρε περίεργη γεύση…

- Δε μου λες, η βάρκα που είδα όπως ερχόμουν πίσω από το σπίτι, τίνος είναι;
- Δική μου! Μάλλον δικό μου, είναι φουσκωτό.
- Καλά βρε, έχεις φουσκωτό και δε μου είπες τίποτα;
- Πότε να στο πω, χθες σε γνώρισα.
- Καλά-καλά. Θα πιούμε τον καφέ και μετά θα πάμε βόλτα με τη βάρκα. Θέλεις;
- Πολύ, αλλά θέλω κάποιο χρόνο να την ετοιμάσω.
- Τι να ετοιμάσεις;
- Να φορτώσω τα αναγκαία, στρωματάκια, sleeping-bags, νιτσεράδες, τη σκηνή και κάποια πράγματα της βάρκας.
- Σοβαρολογείς, θα φύγουμε για το Σαββατοκύριακο, μπορείς;
- Ναι, χρειαζόμαστε και βενζίνη αλλά θα βάλουμε πηγαίνοντας στη Ραφήνα και πριν τη ρίξουμε στη θάλασσα.
- Ωραία! Πάω να φέρω τα πράγματά μου κι έρχομαι σε 10 λεπτά για να σε βοηθήσω. (Σηκώθηκε) θα με φιλήσεις πριν φύγω;

Έκανα να σηκωθώ αλλά έβαλε τα χέρια της στους ώμους μου, έσκυψε κι έφερε το ένα της στήθος στο στόμα μου. Μετά το άλλο.

- Έρχομαι σε δέκα, γειά!
- Γειά σου!



Μιάμιση ώρα μετά είχαμε ρίξει τη βάρκα στη θάλασσα. Πίσω μου στη σέλα καθόταν μια ενθουσιασμένη Δανάη. Καιρός βορειοανατολικός 4-5, πορεία προς Τζιά. Όταν είμαστε ανοιχτά από το Πόρτο Ράφτη, η Δανάη μου ζήτησε να σταματήσω για ένα λεπτό, σηκώθηκε, έβγαλε το μαγιό της και ξανακάθισε. Μετά από λίγο τη ρώτησα αν ήθελε να οδηγήσει και ήθελε. Έκατσε λοιπόν εκείνη στο τιμόνι κι εγώ πίσω της. Άρχισα να χαιδεύω και να φιλάω την πλάτη της. «Να σταματήσω;» με ρώτησε. «Είναι επικίνδυνο να σταματήσουμε εδώ» απάντησα. Πέρασα τα χέρια μου μπροστά και τινάχτηκε. Της έπιασα το στήθος. Λίγο μετά κατάλαβα ότι ήταν μούσκεμα. «Σταματάω» μου είπε και σταμάτησε. Έριξα άγκυρα, αλλά δεν έφτασε ποτέ στο βυθό. Το βάρος της θα μας συγκρατούσε για λίγο.

Ξεκινήσαμε πάλι μετά από μισή ώρα. Δεν ήθελε να σταματήσουμε στη Τζιά κι έτσι πήγαμε κατ’ ευθείαν στο Μεγάλο Αμπέλι της Σερίφου. Ξετρελάθηκε με την παραλία, όπου βέβαια δεν υπήρχε ψυχή. Πήραμε τα στρωματάκια, μπισκότα, φρούτα, τα σύνεργα του καφέ και βγήκαμε στην παραλία. Όταν κατέβηκε από τη βάρκα η Δανάη, το νερό της ερχόταν στο λαιμό, ήταν πολύ κρύο κι έβγαλε μια κραυγή. Εντυπωσιάστηκε όταν είδε ότι το «κατάστημα» διέθετε και καλαμάκια για το φραπέ.

Το απόγευμα πήγαμε για φαγητό στο Λιβάδι και μετά με τα πόδια, για ποτό στο Ναυτικό Όμιλο. Ήταν η πρώτη φορά που είδα αυτό το μπαρ χωρίς όρθιους και με άδεια τραπέζια!

- Δεν είχες ξανάρθει στη Σέριφο;
- Όχι. Τα νησιά που έχω πάει είναι όλα του Ιονίου και, στο Αιγαίο, στη Μύκονο, την Πάρο, τη Ρόδο και την Κω.
- Κατάλαβα. Κυνηγούσες πάντα την άγονη γραμμή.
- Ναι (γελώντας).
- Που θέλεις να κοιμηθούμε; Να βρούμε ένα δωμάτιο, τι λες;
- Θέλω να γυρίσουμε στο Καλό Λιβάδι και να κοιμηθούμε στη σκηνή, αν δεν έχεις αντίρρηση.
- Συμφωνώ. Το προτιμώ έτσι.
- Είναι δύσκολο να στηθεί η σκηνή;
- Καθόλου.
- Φακό έχεις;
- Δύο.
- Να ζητήσουμε το λoγαριασμό;



Κρυώσαμε στην επιστροφή στο Καλό Αμπέλι. Για να μην παγώσει μπαίνοντας στη θάλασσα όταν φτάσαμε, κατέβηκα πρώτα εγώ και, αφού έβγαλε το παντελόνι της, την πήρα στους ώμους μου, σαν παιδάκι. Ξαναγύρισα στη βάρκα για να πάρω τα πράγματα. Έκανα δύο διαδρομές. Και βέβαια πάγωσα. Σε 5 λεπτά είχαμε στήσει τη σκηνή κι απλώσει μέσα τα δύο στρωματάκια με τα sleeping-bags.

- Θα μπω στη θάλασσα για να πλυθώ.
- Είσαι τρελός. Σε ψυγείο θα μπεις. Και με τι θα πλυθείς;
- Με αφρόλουτρο. Πιάνει πολύ ωραία στο θαλασσινό νερό. Έχω κι ένα πολύ σκληρό γάντι για τρίψιμο. Μήπως θέλεις να έρθεις κι εσύ τώρα;
- Δεν είμαι τρελή!

Όταν βγήκα, είχε βγάλει το ένα στρωματάκι όπου καθόταν κρατώντας μία πετσέτα. Σηκώθηκε κι άρχισε να με σκουπίζει. Όταν έφτασε στη μέση, ζεστάθηκα τελείως.


Ξυπνήσαμε όταν έπεσε στη σκηνή ο ήλιος κατά τις 10. Πρωϊνό, καφές κρύος (είχα κρεμάσει το βράδυ από τη βάρκα ένα διχτάκι με το μπουκάλι του νερού) και το μεσημέρι ξεκινήσαμε για πίσω.

- Ήταν ένα από τα πιο ωραία Σαββατοκύριακα που έχω περάσει, της είπα.
- Για μένα ήταν το πιο ωραίο! 






6 comments:

  1. Συνέχισε τα μπάνια με κρύο νερό.Αν συνεχίσεις να μη βλέπεις βελτίωση τότε προχώρα στα ηλεκτροσόκ.

    ReplyDelete
  2. Καλημερα. Εγω αισθάνθηκα ζέστη διαβάζοντάς το.

    ReplyDelete
  3. @De profundis: Και μετά τα ηλεκτροσόκ, τί; Δεν έχεις να προτείνεις τίποτα;

    ReplyDelete
  4. @Tzonakos: Καλημέρα, εσύ είσαι φυσιολογικός άνθρωπος, όχι όπως ο de profundis που είναι διεστραμμένος...

    ReplyDelete
  5. Eλπίζω η ιστορία να είναι απόλυτα αληθινή!
    Και στα δικά μας!
    Φιλάκια

    ReplyDelete
  6. @Enesoula: Καλημέρα, ένα τραγούδι έλεγε νομίζω "love kills". Στη δική σου περίπτωση Ενεσούλα μου λέει "love hides".

    ReplyDelete

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...