- Λύσε Κώστα!
Η βροντερή φωνή του καπετάν Παντελή ακούστηκε μέσα από το πιλοτήριο, πάνω από το θόρυβο της μηχανής. Πίσω είχε λύσει ο ένας Πακιστανός και με ανάποδα ο Παντελής είχε ανοίξει απ’ το ντόκο την πρύμνη. Χαλάρωσα την καντιλίτσα κι έβγαλα το σχοινί απ’ τη μπίντα. Κρατώντας τη θηλιά στο χέρι πήδηξα στη πλώρη που ήδη απομακρυνόταν κι αυτή απ’ το ντόκο. Ο Παντελής επιτάχυνε. Μάζεψα το σχοινί στο πλωριό ταμπούκι κι ανέβηκα στο πιλοτήριο. Οι δύο Πακιστανοί είχαν κατέβει κάτω για να κοιμηθούν λίγο. Πήραμε πορεία νοτιοανατολική, προς την Κάρυστο.
Κατά τις δέκα το βράδυ της Παρασκευής πήγα στο λιμάνι της Ραφήνας. Το καΐκι το είδα από μακριά. Χρόνια ψαρεύει στα νερά αυτά και το ξέρω. Το ακούω κάθε πρωί γύρω στις 5 όταν πηγαίνουν να μαζέψουν τα δίχτυα που ’χουν ρίξει νωρίτερα, στη μία τη νύχτα. Για λόγους ευνόητους άφησα τη μοτοσικλέτα καμιά εκατοστή μέτρα μακριά και πλησίασα με τα πόδια. Στην πρύμνη δούλευαν με τα δίχτυα τρεις άντρες. Δύο σκούροι κι ένας λιγότερο σκούρος. Ο τελευταίος είναι Έλληνας, ο καπετάνιος κι οι άλλοι δύο Πακιστανοί. Σταμάτησα δίπλα στην πρύμνη και είπα «καλησπέρα». Γύρισαν και οι τρεις κι απάντησαν με τρεις διαφορετικές στο άκουσμά τους καλησπέρες. Η πιο κοντινή στη δική μου ήταν του καπετάνιου.
- Θέλετε άλλα δυο χέρια για βοήθεια απόψε;
- Εδώ στο λιμάνι; ρώτησε ο καπετάνιος.
- Όχι, έξω όταν θα πάτε για να τα ρίξετε.
- Ψαράς είσαι και του λόγου σου παλικάρι; Δεν σου φαίνεται.
- Τι θα έπρεπε να έχω για να μου φαίνεται; Νάμουνα κι εγώ πιο σκούρος από τον ήλιο; Περίμενε τότε να καλοκαιριάσει.
- Ωραία τα λες. Και δεν μου λες τι θες για τη βοήθεια;
- Τίποτα.
- Δηλαδή τζάμπα θα δουλέψεις;
- Οχι. Μ’ ενδιαφέρει να το κάνω για την παρέα και την εμπειρία.
- Νέτα. Μία παρά τέταρτο να 'σαι εδώ.
Το πιλοτήριο ήταν σκοτεινό. Το λιγοστό φως προερχόταν από τα όργανα και φώτιζαν το πρόσωπο του Παντελή από κάτω προς τα πάνω.
- Κλείσε τη πόρτα για να μπορέσουμε να πούμε και καμιά κουβέντα Κάθισε εκεί, είπε και μου έδειξε το life raft, το κουτί της σωστικής σχεδίας. Πώς σε λένε;
- Με λένε Κώστα.
- Καλωσόρισες Κώστα στη Μαρία, το καΐκι του καπετάν Παντελή. Του ’χω δώσει το όνομα της γυναίκας μου, της κυρα-Μαριώς.
- Σ’ ευχαριστώ.
- Οι δυο Πακιστανοί είναι μαζί μου χρόνια. Δεν ξέρω τα ονόματά τους – είναι δύσκολα για μένα - και φωνάζω τον ένα Τζιμ και τον άλλο Τομ, δεν τους πειράζει. Είναι καλά και φιλότιμα παιδιά.
- Το ξέρω ότι είστε μαζί χρόνια. Μερικές φορές τα καλοκαίρια που γυρίζετε αργά, κατά το μεσημέρι, σας βλέπω από κει που κάνω μπάνιο. Σε κάτι βράχια ένα μίλι πριν το οχυρό.
- Ξέρεις και το οχυρό ρε Κώστα;
- Ναι. Έρχομαι εδώ από μικρό παιδί.
- Α, μάλιστα.
- Δεν θυμάμαι να σ’ έχω δει.
- Συνήθως είμαστε τρεις ψυχές. Εγώ και δύο σκύλοι.
- Ρε, τα παιδιά σ’ έχουν δει και μου το ’χουν πει. Τους κάνουν μεγάλη εντύπωση οι σκύλοι που κολυμπάνε μαζί σου. Α, τώρα θυμάμαι, σας έχω δει κι εγώ. Αυτοί δεν είναι σκύλοι. Καραβόσκυλα είναι.
- Ναι, τους αρέσει πολύ η θάλασσα.
Κατά τις δύο και τέταρτο αφήναμε σταβέντο τους Πεταλιούς. Ανοιχτά της Καρύστου σταματήσαμε. Οι Πακιστανοί ήταν ήδη στην πλώρη κι ετοίμαζαν τα δίχτυα. Κατεβήκαμε κι εμείς και σ’ ένα δεκάλεπτο ήταν έτοιμα. Ο Παντελής έβαλε πάλι μπροστά τη μηχανή και με ταχύτητα ενός μιλίου, αρχίσαμε ν’ αφήνουμε σιγά – σιγά τα δίχτυα να γλιστρούν από την κουπαστή της πρύμνης. Όταν τελειώσαμε, γυρίσαμε κι αγκυροβολήσαμε αρόδου στον κόλπο του μεγάλου Πεταλιού. Οι Τζιμ και Τομ πήγαν πάλι για ύπνο. Ο Παντελής κι εγώ ανεβήκαμε στο πιλοτήριο. Με προλαβαίνει να μην ανάψω τσιγάρο και βγάζει από ένα μικρό ψυγείο πάγου ψωμί, ελιές και κρασί.
- Απόψε Κώστα θα φας ό,τι τρώνε οι ψαράδες.
- Χαίρομαι. Μη νομίζεις ότι το φαγητό που τρώω σπίτι μου είναι συνήθως πιο πλούσιο απ’ αυτό.
- Γιατί; Με δουλεύεις!
- Όχι. Αλλά είναι ολόκληρη ιστορία. Μου αρέσουν οι απλές γεύσεις. Κάποιοι λένε ότι έχω πρωτόγονη γεύση.
- Τι θα πει αυτό μωρέ;
- Άστο. Σου ’πα είναι μεγάλη ιστορία. Άσε να πούμε τίποτα άλλο.
- Πρέπει να σου πω ότι απ’ τον τρόπο που δουλεύεις τα σχοινιά κατάλαβα ότι πρέπει να ξέρεις τη θάλασσα. Είμαι σωστός;
- Ναι.
- Μάλιστα. Για πες μου, ρε Κωστάκη – α, το καταφέρνεις το κρασί καλά – τι δουλειά κάνεις στη ζωή σου, γιατί δεν είσαι θαλασσινός στο επάγγελμα.
Του είπα σε δυο προτάσεις. Άρχισε να μιλάει αυτός. Το καΐκι αυτό το είχε 15 χρόνια. Ναυπηγημένο στο Πέραμα του έδινε πλέον ένα μέτριο εισόδημα. Παλιότερα τα πράγματα ήταν πολύ καλύτερα, γιατί οι ψαριές ήταν πάντα καλές, δεν υπήρχαν τα εισαγόμενα ψάρια, ούτε οι δυναμίτες. Για τους τελευταίους διαφώνησα, λέγοντάς του ότι τους «βλέπω» από τη δεκαετία του 80. Έτσι άρχισα να του λέω ιστορίες για ανθρώπους που γνώρισα στη θάλασσα, γυρίζοντας το Αιγαίο. «Κολλούσε» στους ανθρώπους από τα μικρά νησιά, τη Φολέγανδρο, τη Δονούσα, τους Αρκιούς. Γέλαγε με τις αστείες λεπτομέρειες. Του άρεσε πολύ ο Μιχελής. Αυτόν ούτε εγώ θα τον ξεχάσω.
- Σκέτο βιβλίο είσαι μάγκα. Στο λέω τώρα και βάλτο καλά στη γκλάβα σου. Να έρχεσαι όποτε θέλεις. Κατευθείαν στη μία που φεύγουμε, όχι νωρίτερα για να ρωτήσεις. Στη Μαρία θα υπάρχει πάντα μια θέση κι ένα ποτήρι για σένα Κωστή.
- Σ’ ευχαριστώ πολύ. Μόνο σε παρακαλώ μη με λες Κωστή.
- Γιατί;
Του είπα την ιστορία του, με το ΑΓΑΟΛ και τα λοιπά. Πέθανε στα γέλια. Γελούσε τόσο δυνατά που για μια στιγμή νόμισα ότι έτριζαν τα τζάμια του πιλοτηρίου. Ξύπνησε και τα δυο παιδιά από κάτω. Μικρή ζημιά γιατί η ώρα ήταν ήδη τέσσερεις.
Μαζέψαμε τα πράγματα και ξεκινήσαμε για τα δίχτυα. Πολύ κουραστικό το μάζεμα, αλλά ικανοποιητικό το αποτέλεσμα. Στις έξι δέναμε στη Ραφήνα. Ευχαρίστησα και χαιρέτησα και τους τρεις τους και πήδηξα έξω. Ο Παντελής βγαίνει κι αυτός και μου λέει:
- Περίμενε σε παρακαλώ. Θέλω να σε ρωτήσω κάτι τελευταίο.
- Τί θέλεις, λέγε!
- Πες μου ρε Κώστα, ποιός σε κυνηγάει;
- Μάλλον το μυαλό μου.
- Θέλετε άλλα δυο χέρια για βοήθεια απόψε;
- Εδώ στο λιμάνι; ρώτησε ο καπετάνιος.
- Όχι, έξω όταν θα πάτε για να τα ρίξετε.
- Ψαράς είσαι και του λόγου σου παλικάρι; Δεν σου φαίνεται.
- Τι θα έπρεπε να έχω για να μου φαίνεται; Νάμουνα κι εγώ πιο σκούρος από τον ήλιο; Περίμενε τότε να καλοκαιριάσει.
- Ωραία τα λες. Και δεν μου λες τι θες για τη βοήθεια;
- Τίποτα.
- Δηλαδή τζάμπα θα δουλέψεις;
- Οχι. Μ’ ενδιαφέρει να το κάνω για την παρέα και την εμπειρία.
- Νέτα. Μία παρά τέταρτο να 'σαι εδώ.
Το πιλοτήριο ήταν σκοτεινό. Το λιγοστό φως προερχόταν από τα όργανα και φώτιζαν το πρόσωπο του Παντελή από κάτω προς τα πάνω.
- Κλείσε τη πόρτα για να μπορέσουμε να πούμε και καμιά κουβέντα Κάθισε εκεί, είπε και μου έδειξε το life raft, το κουτί της σωστικής σχεδίας. Πώς σε λένε;
- Με λένε Κώστα.
- Καλωσόρισες Κώστα στη Μαρία, το καΐκι του καπετάν Παντελή. Του ’χω δώσει το όνομα της γυναίκας μου, της κυρα-Μαριώς.
- Σ’ ευχαριστώ.
- Οι δυο Πακιστανοί είναι μαζί μου χρόνια. Δεν ξέρω τα ονόματά τους – είναι δύσκολα για μένα - και φωνάζω τον ένα Τζιμ και τον άλλο Τομ, δεν τους πειράζει. Είναι καλά και φιλότιμα παιδιά.
- Το ξέρω ότι είστε μαζί χρόνια. Μερικές φορές τα καλοκαίρια που γυρίζετε αργά, κατά το μεσημέρι, σας βλέπω από κει που κάνω μπάνιο. Σε κάτι βράχια ένα μίλι πριν το οχυρό.
- Ξέρεις και το οχυρό ρε Κώστα;
- Ναι. Έρχομαι εδώ από μικρό παιδί.
- Α, μάλιστα.
- Δεν θυμάμαι να σ’ έχω δει.
- Συνήθως είμαστε τρεις ψυχές. Εγώ και δύο σκύλοι.
- Ρε, τα παιδιά σ’ έχουν δει και μου το ’χουν πει. Τους κάνουν μεγάλη εντύπωση οι σκύλοι που κολυμπάνε μαζί σου. Α, τώρα θυμάμαι, σας έχω δει κι εγώ. Αυτοί δεν είναι σκύλοι. Καραβόσκυλα είναι.
- Ναι, τους αρέσει πολύ η θάλασσα.
Κατά τις δύο και τέταρτο αφήναμε σταβέντο τους Πεταλιούς. Ανοιχτά της Καρύστου σταματήσαμε. Οι Πακιστανοί ήταν ήδη στην πλώρη κι ετοίμαζαν τα δίχτυα. Κατεβήκαμε κι εμείς και σ’ ένα δεκάλεπτο ήταν έτοιμα. Ο Παντελής έβαλε πάλι μπροστά τη μηχανή και με ταχύτητα ενός μιλίου, αρχίσαμε ν’ αφήνουμε σιγά – σιγά τα δίχτυα να γλιστρούν από την κουπαστή της πρύμνης. Όταν τελειώσαμε, γυρίσαμε κι αγκυροβολήσαμε αρόδου στον κόλπο του μεγάλου Πεταλιού. Οι Τζιμ και Τομ πήγαν πάλι για ύπνο. Ο Παντελής κι εγώ ανεβήκαμε στο πιλοτήριο. Με προλαβαίνει να μην ανάψω τσιγάρο και βγάζει από ένα μικρό ψυγείο πάγου ψωμί, ελιές και κρασί.
- Απόψε Κώστα θα φας ό,τι τρώνε οι ψαράδες.
- Χαίρομαι. Μη νομίζεις ότι το φαγητό που τρώω σπίτι μου είναι συνήθως πιο πλούσιο απ’ αυτό.
- Γιατί; Με δουλεύεις!
- Όχι. Αλλά είναι ολόκληρη ιστορία. Μου αρέσουν οι απλές γεύσεις. Κάποιοι λένε ότι έχω πρωτόγονη γεύση.
- Τι θα πει αυτό μωρέ;
- Άστο. Σου ’πα είναι μεγάλη ιστορία. Άσε να πούμε τίποτα άλλο.
- Πρέπει να σου πω ότι απ’ τον τρόπο που δουλεύεις τα σχοινιά κατάλαβα ότι πρέπει να ξέρεις τη θάλασσα. Είμαι σωστός;
- Ναι.
- Μάλιστα. Για πες μου, ρε Κωστάκη – α, το καταφέρνεις το κρασί καλά – τι δουλειά κάνεις στη ζωή σου, γιατί δεν είσαι θαλασσινός στο επάγγελμα.
Του είπα σε δυο προτάσεις. Άρχισε να μιλάει αυτός. Το καΐκι αυτό το είχε 15 χρόνια. Ναυπηγημένο στο Πέραμα του έδινε πλέον ένα μέτριο εισόδημα. Παλιότερα τα πράγματα ήταν πολύ καλύτερα, γιατί οι ψαριές ήταν πάντα καλές, δεν υπήρχαν τα εισαγόμενα ψάρια, ούτε οι δυναμίτες. Για τους τελευταίους διαφώνησα, λέγοντάς του ότι τους «βλέπω» από τη δεκαετία του 80. Έτσι άρχισα να του λέω ιστορίες για ανθρώπους που γνώρισα στη θάλασσα, γυρίζοντας το Αιγαίο. «Κολλούσε» στους ανθρώπους από τα μικρά νησιά, τη Φολέγανδρο, τη Δονούσα, τους Αρκιούς. Γέλαγε με τις αστείες λεπτομέρειες. Του άρεσε πολύ ο Μιχελής. Αυτόν ούτε εγώ θα τον ξεχάσω.
- Σκέτο βιβλίο είσαι μάγκα. Στο λέω τώρα και βάλτο καλά στη γκλάβα σου. Να έρχεσαι όποτε θέλεις. Κατευθείαν στη μία που φεύγουμε, όχι νωρίτερα για να ρωτήσεις. Στη Μαρία θα υπάρχει πάντα μια θέση κι ένα ποτήρι για σένα Κωστή.
- Σ’ ευχαριστώ πολύ. Μόνο σε παρακαλώ μη με λες Κωστή.
- Γιατί;
Του είπα την ιστορία του, με το ΑΓΑΟΛ και τα λοιπά. Πέθανε στα γέλια. Γελούσε τόσο δυνατά που για μια στιγμή νόμισα ότι έτριζαν τα τζάμια του πιλοτηρίου. Ξύπνησε και τα δυο παιδιά από κάτω. Μικρή ζημιά γιατί η ώρα ήταν ήδη τέσσερεις.
Μαζέψαμε τα πράγματα και ξεκινήσαμε για τα δίχτυα. Πολύ κουραστικό το μάζεμα, αλλά ικανοποιητικό το αποτέλεσμα. Στις έξι δέναμε στη Ραφήνα. Ευχαρίστησα και χαιρέτησα και τους τρεις τους και πήδηξα έξω. Ο Παντελής βγαίνει κι αυτός και μου λέει:
- Περίμενε σε παρακαλώ. Θέλω να σε ρωτήσω κάτι τελευταίο.
- Τί θέλεις, λέγε!
- Πες μου ρε Κώστα, ποιός σε κυνηγάει;
- Μάλλον το μυαλό μου.
Όρτσα τα πανιά...
ReplyDeleteΆλλαξε πορεία...
ReplyDeleteΗ θάλασσα απόψε είναι φουρτουνιασμένη,άγρια,επικίνδυνη...μην τρομάζεις...
ReplyDeleteΑπό όλα μπορείς να ξεφύγεις, αν σε κυνηγάει το μυαλό σου όμως δεν γλυτώνεις ποτέ. Κάνε ανακωχή...
ReplyDeleteΠάλι στη ζωγραφική το έριξες. Ωραίος ο πίνακας.
ReplyDeleteΚαλημέρα.
@Ψυχή: Η θάλασσα είναι μια χαρά. Απέραντη και μυστηριώδης.
ReplyDelete@Mamma: Η ανακωχή είναι για τους δειλούς.
@Monahikoslikos: Μπράβο σου Λύκε που είδες μέσα μου τον καλλιτέχνη.
Καλησπέρα σε όλους.
Τι καλά που θα ήταν να απαντούσες και στα μέιλ:)))
ReplyDelete@Ψυχή: Έχει πρόβλημα το μέηλ. Αν δεν κάνω λάθος όμως, υπάρχουν κι άλλοι τρόποι επικοινωνίας, τους οποίους γνωρίζεις. Εκτός αν οι αρχές σου δεν σου το επιτρέπουν...
ReplyDeleteΕυτυχώς,δεν έχασες το "πνεύμα" σου:))
ReplyDeleteΌταν έρθω αθήνα θέλω και γω "κρουαζιέρα" με τον καπεταν-Παντελή. Μην με ξεχάσεις.
ReplyDeleteαπαυτο δεν θα μπορεσεις να ξεφυγεις με κανενα κυμα,σε καμια θαλασσα...
ReplyDeleteαπο τους εαυτους μακρυα δεν μπορει κανενα πλοιο,κανενα τραινο,καμια ψαροβαρκα μακρυα να μας παρει...
δυστυχως η ευτυχως πρεπει μια αγκυρα -δικη μας η δανεικη-να ριχνουμε...
μα μεχρι τοτε,καλες ψαριες σου ευχομαι...
Αγάντα.....
ReplyDelete@Άυλες Ιδέες: Και βέβαια δεν θα σε ξεχάσω. Ο Παντελής περιμένει...
ReplyDelete@In the sky: Δυστυχώς έχεις δίκιο. Η άγκυρα όμως δεν μας "κρατάει";
@De Profundis: Παρντόν;
Καλημέρα και καλή εβδομάδα σ' όλες και όλους.
@καπετάνιους του γλυκού νερού Το αγάντα είναι ναυτικό κέλευσμα που δίνεται σε περιπτώσεις χειρισμών προς διατήρηση έστω και μετά κόπου της υφισταμένης κατάστασης κατά την πρόσδεση των πλοίων είτε στο λιμάνι είτε σε ρυμουλκό.
ReplyDeleteΘα κλέψω την φράση του μοναχικου-λύκου :
ReplyDeleteΩραίος πίνακας ζωγραφικής και δύσκολος.
Αν και τόσο απλές στη ζωή εμπειρίες ειναι αυτές που αξίζουν.
Δεν θα μπορούσα να κάνω το ίδιο γιατι θα καταλάβαιναν πως ειμαι άσχετος απο θαλασσινές δουλειές, αν και θα καταλάβαιναν και πόσο αγαπάω τη θάλασσα.
Εσυ δεν την αγαπάς, απλά, είναι η ζωη σου η ίδια. Και καλά κάνεις.
@Tzonakos: Σ' ευχαριστώ φίλε. Όπως τα λες είναι...
ReplyDelete