Ήταν άνοιξη του 1977. Ο πατέρας μου είχε φύγει εκείνη τη μέρα για επαγγελματικό ταξίδι στην Κρήτη. Το αυτοκίνητο το είχε αφήσει στο αεροδρόμιο γιατί θα επέστρεφε την επόμενη μέρα. Είχε τότε ένα Cortina 1600 GT. Αυτοκίνητο υπέροχο για την εποχή του. Είχε όμως (ο πατέρας μου) και μία ψύχωση με το αυτοκίνητο γενικά. Αυτό το ήξερα από μικρός. Ότι δεν υπήρχε πιθανότητα να μου το δώσει. Έτσι μόλις έγινα 18 χρονών, έβγαλα δίπλωμα οδήγησης χωρίς να του το πω.
Αφού βεβαιώθηκα τηλεφωνικά ότι είχε φθάσει στο Ηράκλειο, πήγα στο αεροδρόμιο, βρήκα το αυτοκίνητο και το πήρα με τα δικά μου κλειδιά, που είχα εγκαίρως φροντίσει να φτιάξω εν αγνοία του πατέρα μου. Το άφησα ένα χιλιόμετρο μακριά από το σπίτι, για να μην με δει κανείς γνωστός των γονιών μου. Το απόγευμα φροντιστήριο, με το αυτοκίνητο βεβαίως. Μετά πήρα τον Παναγιώτη και τον Νίκο και πήγαμε μια μεγάλη βόλτα, νομίζω μέχρι το Σούνιο. Στην επιστροφή περάσαμε από την κατασκήνωση στη Ραφήνα και συνεχίζοντας, σταματήσαμε στο Πικέρμι όπου αφήσαμε τον Παναγιώτη σπίτι του. Ήταν ήδη μία τη νύχτα. Μείναμε ο Νίκος κι εγώ.
Εδώ πρέπει να πω ότι αν και είχα το δίπλωμα πολύ λίγο καιρό, δεν είχα δηλαδή οδηγική εμπειρία, μαλακωδώς αισθανόμουν τουλάχιστον Lauda. Στο πλαίσιο αυτής της υπέρμετρης «σιγουριάς» όση ώρα οδηγούσα, μιλούσα με το Νίκο γυρίζοντας προς αυτόν και κοιτώντας τον! Και κάθε φορά τον κοιτούσα για πολύ ώρα! Χωρίς να προσέχω το δρόμο. Μέχρι που φτάσαμε στο Πεντάγωνο. Γυρίζω μπροστά και βλέπω ξαφνικά σταματημένο στο κόκκινο φανάρι ένα αυτοκίνητο. Τα χάνω. Σανιδώνω το φρένο - έτσι νόμιζα, στην πραγματικότητα σανίδωσα το γκάζι! Το αυτοκίνητο επιταχύνει και πέφτει πάνω στο σταματημένο. Το τινάζει μπροστά. Εγώ συνεχίζω να κρατάω σανιδωμένο το γκάζι. Το ξαναχτυπάω. Κάθε φορά που χτυπούσα το αυτοκίνητο, ο οδηγός του πατούσε φρένο. Το ξαναχτυπάω. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιώ τί γίνεται και (επιτέλους) πατάω φρένο, οπότε στο τέταρτο χτύπημα απλώς ακούμπησα το άλλο αυτοκίνητο.
Όταν βγήκαμε από το αυτοκίνητο είδα στο πλάι τη νησίδα. Το οποίο σημαίνει ότι είχαμε διασχίσει τη μεγάλη διασταύρωση μπροστά στο Πεντάγωνο, παίζοντας τα συγκρουόμενα. Το αυτοκίνητο που είχα χτυπήσει ήταν ένα άσπρο Fiat 124, που πλέον δεν είχε πορτ παγκάζ - είχε εξαφανιστεί. Μέσα ήταν τρεις άντρες. Βγήκαν από το Fiat άθικτοι μεν, αλλά άσπροι και άλαλοι. Οδηγός ήταν ο Μάρκος, σκηνοθέτης, και το αυτοκίνητο του είχε παραχωρηθεί από τον παραγωγό της ταινίας εκείνη το πρωί, πρώτη μέρα δουλειάς. Μάλιστα μου είπε ότι είχε βρει αυτή τη δουλειά μετά από χρόνια ανεργίας.
Ο Μάρκος ήταν εντάξει τύπος. Όταν του εξήγησα ότι δεν μπορούσα να κάνω δήλωση (θα με σκότωνε ο πατέρας μου) δεν αντέδρασε. Δεν ξέρω πως, αλλά τον έπεισα ότι θα τον πλήρωνα. Πάντως δεν φώναξε την αστυνομία. Φύγαμε. Η ζημιά του δικού μου αυτοκινήτου ήταν μικρότερη. Ένα φλας, μάσκα και τσαλακωμένα καπώ και ένα φτερό. Βέβαια στα μάτια μου η ζημιά έμοιαζε τεράστια. Και δεν είχα καθόλου χρήματα γιατί τότε δεν δούλευα. Χάος.
Στο αυτοκίνητο, πηγαίνοντας σαν κότα πλέον - μόνο που τώρα είναι αργά μαλάκα – λέω στον Νίκο ότι θα πρέπει να το πω στον πατέρα μου γιατί εκτός του οικονομικού, εγώ δεν είχα ιδέα από συνεργεία. Προσπαθώντας να βρει λύση, μου προτείνει να πάμε να αφήσουμε το αυτοκίνητο έξω από ένα συνεργείο κοντά στο σπίτι του στο Νέο Κόσμο, όπου δούλευε ένας φίλος του. Το δέχτηκα γιατί δεν είχα κι άλλη λύση.
Αφήνουμε το αυτοκίνητο έξω από το συνεργείο και περπατάμε για λίγο μέχρι να βρούμε ταξί. Μέσα στο ταξί και πηγαίνοντας το Νίκο σπίτι του, συζητάμε το γεγονός. Ο Νίκος μου λέει ότι θα πάει νωρίς το πρωί στο συνεργείο να μιλήσει στο φίλο του. Του τονίζω ότι το αυτοκίνητο έπρεπε να είναι το απόγευμα στις έξι στο αεροδρόμιο. Τη συζήτησή μας την ακούει ο ταξιτζής. Ο Σούλης. Οδηγούσε μία καινούρια Mercedes τότε. Μετά από λίγο μας ρώτησε τι συνέβη γιατί αναρωτιόταν μήπως μπορούσε να μας βοηθήσει. Του είπαμε την όλη ιστορία και μας πρότεινε να πάμε το αυτοκίνητο στο δικό του συνεργείο, που το ήξερε πολύ καλά και το χρησιμοποιούσε πάντοτε σε μικροχτυπήματα, γιατί δεν ήθελε να το μάθει το αφεντικό του. Βέβαια, δεν του είπα ότι είχα σανιδώσει το γκάζι. Του είπα ότι κάτι συνέβη με τα φρένα.
Αφήνουμε το Νίκο σπίτι του και γυρίζουμε πίσω και παίρνω το αυτοκίνητο του πατέρα μου. Ο Σούλης μου λέει να τον ακολουθήσω, αλλά από απόσταση γιατί φοβόταν μην πέσω πάνω του λόγω των "προβληματικών φρένων"! Πηγαίνουμε στην πλατεία Αττικής και αφήνουμε το αυτοκίνητο έξω από το συνεργείο. Ο Σούλης μου λέει ότι θα δουλεύει όλη τη νύχτα και το πρωί στις 7.30 όταν σχολάσει και πριν πάει για ύπνο, θα περάσει από το συνεργείο για να μιλήσει στα παιδιά. Μετά με πηγαίνει σπίτι. Όταν φτάσαμε, έβγαλα από το πορτοφόλι μου όλα τα χρήματα που είχα πάνω μου και του τα έδωσα. Μου είπε ότι δεν μπορούσε να πάρει χρήματα από μένα (και δεν τα πήρε) σε μια τόσο δύσκολη στιγμή που είχα πολλά έξοδα μπροστά μου!
Όλη τη νύχτα σκεφτόμουν από ποιον θα μπορούσα να δανειστώ χρήματα. Δεν έκλεισα μάτι. Στις επτά ήμουν στο συνεργείο που άνοιγε εκείνη την ώρα. Όταν τους είδα να αναρωτιούνται για το τρακαρισμένο αυτοκίνητο στην είσοδο του συνεργείου, τους είπα ότι ήταν δικό μου. Το έβαλαν μέσα. Στις 7.15 ήρθε ο Σούλης. Εξήγησε στο αφεντικό του συνεργείου την κατάσταση. Του είπε ότι το αυτοκίνητο θα έπρεπε να είναι έτοιμο στις 4 το απόγευμα. Σαν να ήταν δικό του το πρόβλημα! Μου τόνισε ότι θα έπρεπε να του τηλεφωνήσω και να πάμε μαζί όταν θα πλήρωνα τον Μάρκο. Γιατί αυτός ήξερε τι χαρτί έπρεπε να μου υπογράψει ο Μάρκος. Αφού τον ευχαρίστησα, έφυγε. Πήγαινε για ύπνο στις οκτώ το πρωί.
Ένα παιδί από το συνεργείο πήγε για τα ανταλλακτικά. Δεν βρήκε τη μάσκα, οπότε θα επισκεύαζαν την παλιά. Εγώ τηλεφώνησα στον αδελφό μου στη Θεσσαλονίκη και του ζήτησα δανεικά. Το ίδιο έκανα και με πολλούς φίλους. Μάζεψα έτσι κάποια χρήματα, αργότερα πούλησα τα βιβλία και τους δίσκους μου, είχα σταματήσει αμέσως το κάπνισμα και έτσι συγκέντρωσα τα χρήματα και ξεπλήρωσα τους δανειστές μου.
Το μεσημέρι ήρθε στο συνεργείο και ο Νίκος. Το αυτοκίνητο ήταν πλέον στο φούρνο για βάψιμο. Εγώ σε αναμμένα καρφιά βλέποντας την ώρα να περνάει. Έχει πάει πέντε η ώρα και η καινούρια μπογιά δεν έχει στεγνώσει ακόμη. Ήξερα ότι η πτήση του πατέρα μου έφευγε στις έξι από το Ηράκλειο και στις επτά παρά είκοσι έφθανε Αθήνα. Συνειδητοποιώ ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση να προλάβω. Και μου έρχεται η τρελή ιδέα. Τη λέω στον Νίκο και του ζητώ να έρθει μαζί μου. Δείλιασε. Πήρα όμως μαζί μου ένα παιδί από το συνεργείο. Φοβόμουν κι εγώ. Πήγαμε σ’ένα τηλεφωνικό θάλαμο στη Πλατεία Αττικής, τηλεφώνησα στην Ολυμπιακή και, μιλώντας σπαστά ελληνικά, είπα ότι στην πτήση από Ηράκλειο υπάρχει βόμβα. Ο Νίκος είχε πάρει ΤΑ ΝΕΑ της επόμενης μέρας, που σε μια εσωτερική σελίδα είχαν την είδηση της φάρσας για βόμβα.
Όταν γύρισα στο συνεργείο είδα μια σκηνή που δεν θα ξεχάσω ποτέ μου. Το αυτοκίνητο είχε βγει από το βαφείο. Δίπλα του ήταν ο βαφέας κρατώντας το φυσερό (που πετάει τη μπογιά) στο ύψος του καπώ. Το αφεντικό του συνεργείου έσκυβε και μάζευε με τα χέρια από το πάτωμα σκόνη! Κρατούσε τις χούφτες του ανοιχτές μπροστά στο φυσερό και η σκόνη απλωνόταν πάνω στο αυτοκίνητο ομοιόμορφα. Για να μην φαίνεται φρεσκοβαμμένο, μου είπαν. Είχαν κάνει θαυμάσια δουλειά. Φεύγοντας δεν μπορούσα να βρω τα λόγια για να τους ευχαριστήσω. Μου ευχήθηκαν καλή τύχη και μου ζήτησαν να τους ενημερώσω για την τελική έκβαση! Πλέον ήταν και δικός τους στόχος να τα καταφέρω.
Ξεκινήσαμε με το Νίκο για το αεροδρόμιο στις 6.30. Κάναμε περισσότερο από μία ώρα να πάμε. Τόσο προσεχτικά και αργά οδηγούσα. Από τύχη βρήκα ακριβώς την ίδια θέση στο parking, που το είχε αφήσει ο πατέρας μου. Ο οποίος, όταν τους έβγαλαν από το αεροπλάνο για να ψάξουν για τη βόμβα, άλλαξε το εισιτήριό του για την επόμενη μέρα. Βγήκαμε από το αεροδρόμιο και πήραμε λεωφορείο. Όταν κάθισα στο λεωφορείο αισθάνθηκα μια μεγάλη ανακούφιση.
Μετά από μία εβδομάδα με ειδοποίησε ο Μάρκος ότι το αυτοκίνητό του ήταν έτοιμο. Τηλεφώνησα στον Σούλη και κλείσαμε ραντεβού στο συνεργείο του Μάρκου. Ο Σούλης ήρθε και είχε μαζί του ένα χαρτί που έλεγε ότι ο υπογράφων είχε αποζημιωθεί και ότι δεν είχε καμία απαίτηση κ.λπ. Ο Μάρκος το υπόγραψε. Του έδωσα τα χρήματα για την επισκευή του αυτοκινήτου του και άπλωσα το χέρι για να τον χαιρετίσω. Με τράβηξε έξω από το συνεργείο και με δάκρυα στα μάτια μου είπε ότι όταν ήταν στην ηλικία μου και έκανε κι αυτός τέτοιες μαλακίες, έβαζε πάντοτε τον πατέρα του να «καθαρίζει» γι’ αυτόν. Με αγκάλιασε και με φίλησε. Ο Σούλης εκείνη τη μέρα μου είπε ότι το προηγούμενο βράδυ είχε ένα ατύχημα με το ταξί του. Παρ’ όλα αυτά ήρθε μαζί μου στο συνεργείο του Μάρκου! Γιατί μου το είχε υποσχεθεί!
Τον Σούλη δεν τον έχω ξαναδεί από τότε. Τον Νίκο έχω να τον δω από τη μέρα του γάμου του. Τον Παναγιώτη, δικηγόρος πλέον στην Παλλήνη, τον βλέπω. Ο πατέρας μου δεν έμαθε ποτέ την ιστορία αυτή!
Άνθρωποι σαν αυτούς λείπουν σήμερα...
ReplyDeleteΑαααπίστευτη ιστορία κύριε Lauda !
ReplyDeleteΕιδες πώς μπορεί να πέσεις είτε σε υπερβολικά εξαιρετικούς ανθρώπους έιτε το αντίθετο ;
Ησουν και τυχερός. Απο τότε έμαθες να οδηγείς πιο προσεκτικά φαντάζομαι.
Α, φρένο ειναι αυτο στη μέση λέμε !
@Tzonakos: Ι learned the hard way...
ReplyDeleteΟ Θεός αγαπάει τον κλέφτη, και καμιά φορά του την χαρίζει γιατί ξέρει ότι μπορεί να γίνει νοικοκύρης :)
ReplyDeleteΚαι κάτι ακόμη με την ευκαιρία. Όταν ο Morisson τραγουδούσε "keep your eyes on the road, your hands up on the wheel" ήξερε πολύ καλά τι έλεγε. Όσο το όχημα κινείται, τα μάτια ΠΡΕΠΕΙ να βλέπουν που πηγαίνει. Αυτά τα "κινηματογραφικού τύπου" οδηγάω και κοιτάζω τον συνεπιβάτη όταν τα βλέπω με τρελαίνουν. Και δεν τα κάνουν αρχάριοι συνήθως. Τα βλέπεις από μεσήλικες που νομίζουν ότι αν δεν κοιτάξουν τον συνομιλητή τους ενώ οδηγούν θα παρεξηγηθεί :))
ReplyDelete@Acro: Καλησπέρα και καλωσόρισες! Σωστός και στα δύο σχόλιά σου. Οπως και ο Morisson. Ευτυχώς μετά την εμπερία αυτή, κατατάχθηκα στους νοικοκυραίους. Το γεγονός δε ότι λίγο αργότερα άρχισα να χρησιμοποιώ και μοτοσυκλέτα, με βοήθησε πολύ...
ReplyDeleteΚοίτα να δεις τι γίνεται στον κόσμο!
ReplyDeleteΆραγε θα γινόταν κάτι τέτοιο σήμερα;
@ΚitsosMitsos: Ναι, πιστεύω ότι θα γινόταν και σήμερα. Ευτυχώς κάποιοι άνθρωποι δεν καθορίζουν τη συμπεριφορά τους με βάση τα τρέχοντα ήθη και έθιμα.
ReplyDeleteSwell μέκανες και δάκρυσα!
ReplyDeleteσε ευχαριστώ!
Περαστικός